Στήριξη ύψους 5,6 δισ. δολαρίων για τους πληγέντες από το πόλεμο της Ουκρανίας ζήτησε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Το ποσό αυτό αφορά την ανθρωπιστική βοήθεια που έχουν ανάγκη 11,1 εκατομμύρια άτομα από την Ουκρανία, 4,2 πρόσφυγες αλλά και οι κοινότητες που τους υποδέχθηκαν στην Ευρώπη.

Σημειώνεται πως τα 5,6 δισ. δολάρια (5,2 δις ευρώ) αφορούν τις ανάγκες που έχουν προκύψει, αλλά και που πρόκειται να προκύψουν για το έτος 2023.

Όπως δήλωσε και ο επικεφαλής των ανθρωπιστικών επιχειρήσεων του ΟΗΕ, Μάρτιν Γκρίφιθς «σχεδόν έναν χρόνο μετά, ο πόλεμος εξακολουθεί να προκαλεί νεκρούς, καταστροφές και εκτοπισμούς καθημερινά και σε τρομακτική κλίμακα», προσθέτοντας πως «πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φτάσουμε στις πιο δυσπρόσιτες κοινότητες, περιλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται κοντά στη γραμμή του μετώπου. Τα δεινά του ουκρανικού λαού κάθε άλλο παρά έχουν τελειώσει, εξακολουθεί να έχει ανάγκη τη διεθνή στήριξη»

Από το σύνολο των προσφύγων, υπολογίζεται πως περίπου το 86% είναι γυναίκες και παιδιά.

Πόλεμος στην Ουκρανία


Το μεγαλύτερο μέρος των 5,6 δισ. δολαρίων θα πάει στην Πολωνία, καθώς είναι η χώρα όπου έχουν μετακινηθεί οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Ουκρανία, αλλά και στην Μολδαβία.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τον Ιανουάριο η ΕΕ είχε δώσει σε περίπου 4,9 εκατομμύρια Ουκρανούς καθεστώς προσωρινής προστασίας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ως συνέπεια της ρωσικής εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου.

Πόλεμος στην Ουκρανία


Σε ανακοίνωσή του, ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), Φίλιπο Γκράντι, δήλωσε πως «η Ευρώπη απέδειξε ότι είναι σε θέση να αναλάβει τολμηρή συλλογική δράση για να βοηθήσει τους πρόσφυγες. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρούμε αυτή την απάντηση ή τη φιλοξενία των κοινοτήτων υποδοχής δεδομένες», ενώ ζήτησε «συνεχή διεθνή στήριξη (…), μέχρις ότου οι πρόσφυγες μπορέσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους με ασφάλεια και αξιοπρέπεια».
Τέλος, ο ΟΗΕ στην έκκλησή του υποστηρίζει πως «ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρέασε σημαντικά την πρόσβαση σε μέσα επιβίωσης και διατάραξε τη σταθερότητα της αγοράς, κυρίως στη νότιο τμήμα και σε περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο τα ανθρώπινα δεινά. Τρόφιμα και άλλα ζωτικής σημασίας αγαθά παραμένουν “σε μεγάλο βαθμό διαθέσιμα” στις περισσότερες περιοχές που ελέγχονται από το Κίεβο, αλλά “πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να τα πληρώσουν. Εξάλλου είναι πολύ δύσκολο να τα προμηθευτούν οι περιοχές που υφίστανται συνεχείς βομβαρδισμούς».