Ένας προασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του οποίου η κράτηση στο Κιργιστάν είχε γίνει αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στην χώρα αυτή της Κεντρικής Ασίας και τις Ηνωμένες Πολιτείες, απεβίωσε ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ανακοίνωσε σήμερα ο δικηγόρος του.

Ο Αζιμιόν Ασκάροφ, 69 ετών, επικεφαλής ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ακτιβιστής υπέρ της μειονότητας του Ουζμπεκιστάν στη χώρα, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το 2010 έπειτα από εθνοτικές συγκρούσεις στο νότιο Κιργιστάν. Κρίθηκε ένοχος για υποκίνηση φυλετικού μίσους και συμμετοχής στη δολοφονία αστυνομικού, κατηγορίες που ο ίδιος είχε αρνηθεί και είχαν καταγγείλει και οι υποστηρικτές του.

Ο Ασκάροφ «δεν ήταν σε θέση να περπατήσει» λόγω ασθένειας, δήλωσε ο δικηγόρος του Βαλεριάν Βαχίτοφ τηλεφωνικά στο AFP το Σάββατο, αφού επισκέφτηκε τον πελάτη του την περασμένη εβδομάδα.

«Κανείς δεν του έδωσε προσοχή. Το σύστημα τον σκότωσε», είπε, επιβεβαιώνοντας τον θάνατο του αντιφρονούντα τροφίμου.

«Του έφερα πεπόνια και καρπούζια. Του είπα να φάει, να κρατηθεί, γιατί όλοι τον αγαπάμε. Έκλαιγε. (Ο Ασκάροφ) ήξερε ότι πεθαίνει και κανείς δεν κούνησε το δακτυλάκι του»  πρόσθεσε ο δικηγόρος, διηγούμενος την τελευταία τους συνάντηση.

Το Κιργιστάν – πρώην σοβιετική δημοκρατία και πιστή σύμμαχος της Ρωσίας – είχε αποχωρήσει το 2015 από συμφωνία συνεργασίας που συνήφθη το 1993 με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν η Ουάσινγκτον τίμησε με ένα σημαντικό βραβείο τον Ασκάροφ, καταγγέλλοντας το γεγονός ως “προβοκάτσια”.

Το 2016, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αποφάνθηκε ότι η κράτηση του Ασκάροφ ήταν αυθαίρετη και ότι βασανίστηκε κατά την κράτηση. Ωστόσο, τα δικαστήρια του Κιργιστάν επιβεβαίωναν την καταδίκη του.

Το 2012 απονεμήθηκε στον Ασκάροφ το “Διεθνές Βραβείο Ελευθερίας του Τύπου” από την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CPJ).

Προερχόμενος από την εθνική μειονότητα του Ουζμπεκιστάν στη χώρα, ο Αζιμιόν Ασκάροφ είχε καταγγείλει από ετών την αστυνομική βία και τα βασανιστήρια που εφαρμόζονται στη γενέτειρά του πόλη του Τζαλαλαμπάντ, ένα από τα επίκεντρα των εθνοτικών συγκρούσεων το 2010, έπειτα από τα οποία καταδικάσθηκε.