Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ εκμεταλλεύεται την επίσκεψή του στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να βελτιώσει τις καλές του σχέσεις με τους υποψηφίους για τη διαδοχή της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, δήλωσαν σήμερα βρετανικές πηγές.

Ο Ρεπουμπλικανός δισεκατομμυριούχος είχε μια 20λεπτη τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Μπόρις Τζόνσον, τον επικρατέστερο αντικαταστάτη της Μέι και ηγέτη των οπαδών του Brexit, σύμφωνα με πηγή που πρόσκειται στον Βρετανό πρώην υπουργό Εξωτερικών.

Η συνδιάλεξη ήταν «φιλική και παραγωγική», αλλά ο Τζόνσον αρνήθηκε μια πρόταση για συνάντηση με τον Τραμπ, πρόσθεσε η πηγή αυτή, επειδή αναμένεται να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση με άλλους υποψηφίους για την ηγεσία αργότερα σήμερα.

Η ομάδα του Τραμπ πρότεινε επίσης μια συνάντηση ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο και τον Βρετανό υπουργό Περιβάλλοντος Μάικλ Γκόουβ, σύμφωνα με πηγή που πρόσκειται στον τελευταίο, ο οποίος διεκδικεί επίσης τον πρωθυπουργικό θώκο.

Ο Γκόουβ, οπαδός του Brexit, «είπε ναι» αλλά «τίποτα ακόμη δεν έχει κανονιστεί», πρόσθεσε η πηγή αυτή.

Ο Λευκός Οίκος δεν επιβεβαίωσε τη συνάντηση αυτή ούτε την τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Τζόνσον.

Στο μεταξύ, ο δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Καν δήλωσε πως ο Ντόναλντ Τραμπ είναι διαφημιστής των ακροδεξιών ακτιβιστών όλου του κόσμου.

«Ασφαλώς θα μπορούσαμε να πούμε “κοιτάξτε, αντιλαμβάνεστε βέβαια πως είστε ένας διαφημιστής του ακροδεξιού κινήματος σε όλο τον κόσμο”», δήλωσε σε συνέντευξη στο Sky News, επικαλούμενος τις πολιτικές του Τραμπ για τους μουσουλμάνους και τα κέντρα μετανάστευσης.

Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ είπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ πως οι δύο χώρες έχουν κοινό συμφέρον να διατηρηθεί η σταθερότητα των παγκόσμιων εμπορικών συστημάτων, δήλωσε πηγή προσκείμενη σε αυτόν.

Ο Χάμοντ συμμετείχε σε μια συνάντηση με τον Τραμπ, τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι και Αμερικανούς και Βρετανούς επιχειρηματικούς ηγέτες κατά τη δεύτερη ημέρα της επίσημης επίσκεψης του προέδρου στη Βρετανία.

«Το μήνυμά του στο επιχειρηματικό στρογγυλό τραπέζι είναι πως οι οικονομίες του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ είναι στενά διασυνδεδεμένες και έχουν κοινό συμφέρον να διατηρηθεί η σταθερότητα του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος», δήλωσε η πηγή αυτή.