Το τοπίο της εκπαίδευσης στην Ευρώπη αλλάζει προς την κατεύθυνση της εξατομικευμένης διαδικασίας μάθησης, που καμία σχέση δεν έχει με την μαζική εκπαίδευση στο σχολείο. Την ίδια στιγμή, καταβάλλονται προσπάθειες να κλείσει η ψαλίδα της αναντιστοιχίας που παρατηρείται ανάμεσα στις δεξιότητες που κατέχουν οι πολίτες της με τα προσόντα που ζητά η αγορά εργασίας. Στον τομέα αυτό η Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό αναντιστοιχίας στην Ευρώπη, που φτάνει το 26%.

‘Οπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, στο πλαίσιο ημερίδας που πραγματοποίησε στη Θεσσαλονίκη το Cedefop, με θέμα «Γεφυρώνοντας την εκπαίδευση και κατάρτιση με την αγορά εργασίας – Αξιολόγηση και πιστοποίηση της μάθησης και των προσόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο», εμπειρογνώμονες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ανάπτυξης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, ανέφεραν ότι η εκπαίδευση αρχίζει να διαφοροποιείται ανάλογα με τις ανάγκες του καθένα, και με τον τρόπο αυτό σταδιακά θα περάσουμε στην εξατομικευμένη μάθηση, που δεν θα αναγνωρίζει πλέον μόνο το σχολείο, αλλά και κάθε είδους άλλη μορφή, όπως η εμπειρία, οι ενασχολήσεις, η συμμετοχή σε συνέδρια και σεμινάρια κ.α.

«Αυτές οι διαδικασίες απαιτούν αυστηρή διασφάλιση ποιότητας και πιστοποίησης από αναγνωρισμένους φορείς. Μπορεί να ακούγεται δύσκολο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά μπορεί να προσφέρει και λύσεις. Γιατί αν πχ αναγνωρίσεις σε έναν άνεργο όσα μπορεί να κάνει, του ανοίγεις το δρόμο να βρει και άλλες εναλλακτικές δουλειές» δήλωσε ο εμπειρογνώμονας του Cedefop, Λουκάς Ζαχείλας και συμπλήρωσε ότι η Ευρώπη ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα της μάθησης, δηλαδή τι μπορείς να αποδείξεις ότι μπορείς να κάνεις.

Στην εκπαιδευτική ατζέντα της Ευρώπης, ένας από τους στόχους του 2020 είναι η επίτευξη της καλύτερης δυνατής αντιστοίχισης δεξιοτήτων και προσόντων (προσφοράς) των ατόμων με τις θέσεις εργασίας. Αυτή τη στιγμή ο μέσος όρος αναντιστοιχίας στην Ευρώπη βρίσκεται στο 15% και στην Ελλάδα στο 26%.

«Στην Ελλάδα ένας πτυχιούχος με υψηλά προσόντα μπορεί να καλύπτει μία θέση εργασίας, για την οποία παλαιότερα θα απαιτούνταν απολυτήριο λυκείου ή χαμηλά προσόντα» εξηγεί ο Κωνσταντίνος Πουλιάκας, εμπειρογνώμονας του Cedefop.

Η Ελλάδα παγιδεύεται σε μία οικονομία χαμηλότερης παραγωγικότητας, καθώς οι θέσεις που έχουν μεγαλύτερη ζήτηση είναι αυτές που απαιτούν μεσαίες και χαμηλές δεξιότητες. Στο μεταξύ, όμως, συνεχώς αυξάνεται ο ρυθμός των ατόμων που αποφοιτούν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση και αυτό δημιουργεί αναντιστοιχία, γιατί δεν υπάρχει η ανάλογη αύξηση των ποιοτικών θέσεων εργασίας που να ζητούν υψηλά προσόντα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι προοπτικές που διαφαίνονται στις μελλοντικές ανάγκες της Ευρώπης στην αγορά εργασίας, την επόμενη δεκαετία, είναι η άνοδος των επαγγελμάτων που σχετίζονται με επιστημονικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα, καθώς και με διοικητικά στελέχη. Επίσης θα δημιουργηθούν ανάγκες αναπλήρωσης του εργατικού δυναμικού που συνταξιοδοτείται ή μετακινείται, αλλά οι θέσεις αυτές είναι επιπέδου ανειδίκευτων εργατών ή χαμηλού επιπέδου.

Βέβαια, στο βορρά και στο νότο της Ευρώπης οι προοπτικές που διαμορφώνονται είναι διαφορετικές, καθώς στην πρώτη περίπτωση υπάρχει ισχυρότερη τάση για εξειδίκευση στα επαγγέλματα που στηρίζονται σε υψηλές δεξιότητες, ενώ στο νότο (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλλία) είναι ασθενέστερη.