Η πρωθυπουργός της Σερβίας εξέφρασε σήμερα την ελπίδα ότι η χώρα της δεν θα χρειαστεί «ποτέ να χρησιμοποιήσει τον στρατό της», ακόμα κι αν είναι, όπως είπε, μια πιθανότητα δεδομένης της επιθυμίας του Κοσόβου να αποκτήσει τη δική του στρατιωτική δύναμη.

«Ελπίζω πως δεν θα χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιήσουμε τον στρατό μας, όμως αυτή τη στιγμή είναι μια από τις επιλογές στο τραπέζι και δεν μπορούμε να παρατηρούμε κάποιον να προχωρά σε μια νέα εθνοκάθαρση» δήλωσε στους δημοσιογράφους η Άνα Μπρνάμπιτς.

Την Τρίτη (χθες), ο πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς κατηγόρησε τις κοσοβάρικες αρχές ότι θέλουν να «εκδιώξουν τον σερβικό λαό από το Κόσοβο», εγείροντας τελωνειακούς φραγμούς και εξετάζοντας το ενδεχόμενο δημιουργίας στρατού.

Περίπου 120.000 Σέρβοι παρέμειναν στο Κόσοβο μετά τον πόλεμο ανάμεσα σε αυτονομιστές Αλβανούς Κοσοβάρους και τις δυνάμεις του Βελιγραδίου (1998-99).

Το Βελιγράδι δεν αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της πρώην επαρχίας του, που ανακηρύχτηκε το 2008. Οι σχέσεις του με την Πρίστινα δεν είναι καλές και επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο τους τελευταίους μήνες.

Το κοινοβούλιο του Κοσόβου θα εξετάσει στις 14 Δεκεμβρίου σε δεύτερη ανάγνωση τη δημιουργία στρατού. Η ασφάλεια του Κοσόβου διασφαλίζεται σήμερα από διεθνή δύναμη.

Εξάλλου, η Πρίστινα επέβαλε στις 22 Νοεμβρίου τελωνειακούς δασμούς 100% στα σερβικά προϊόντα, απόφαση που καταδίκασαν η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες.

Οι δασμοί επιβλήθηκαν μετά την άρνηση της Ιντερπόλ να δεχθεί την ένταξη του Κοσόβου. Η Πρίστινα κατηγορεί το Βελιγράδι ότι ευθύνεται για την απόρριψη αυτή.

Προς το παρόν, αυτόν οι τελωνειακοί φραγμοί δεν μοιάζει να είχαν χειροπιαστές συνέπειες όσον αφορά τον εφοδιασμό ή την αύξηση των τιμών, περιλαμβανομένων και των τομέων όπου ζει ο σερβικός πληθυσμός.

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο των κοσοβάρικων τελωνείων, Αντριάτικ Σταβιλέτσι, περίπου 40 φορτηγά εισήλθαν στο Κόσοβο μετά την επιβολή των δασμών στο 100%.

Ο Κοσοβάρος πρωθυπουργός Ραμούς Χαραντινάι, δήλωσε επίσης πως οι κοσοβάρικες επιχειρήσεις αύξησαν την παραγωγή τους.

Σύμφωνα με παρατηρητές, ο εφοδιασμός διασφαλίζεται επίσης προς το παρόν από τα αποθέματα, από τα προϊόντα που προέρχονται από την Αλβανία και την πΓΔΜ, αλλά ενδεχομένως και από την αύξηση του λαθρεμπορίου.