Μία θέση στον κατάλογο της Άυλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, με απόφαση της ειδικής επιτροπής της Unesco, που συνέρχεται στο Πορτ Λούις του Μαυρικίου, απέκτησε από σήμερα η τζαμαϊκανή ρέγκε μουσική.

Η Unesco επισημαίνει «τη συμβολή» της τζαμαϊκανής μουσικής στην αφύπνιση των συνειδήσεων παγκοσμίως «για θέματα αδικίας, αντίστασης, αγάπης και ανθρωπισμού» καθώς και «την εγκεφαλική, κοινωνικο-πολιτική, αισθαντική και πνευματική διάστασή της».

Στον εν λόγω κατάλογο της Unesco συμπεριλαμβάνονται ήδη περίπου 400 πολιτιστικές παραδόσεις (τραγούδια, χοροί, γαστρονομικές σπεσιαλιτέ ή γιορτές), που ξεκινούν από την ναπολιτάνικη πίτσα και φθάνουν στο zaouli, την παραδοσιακή μουσική και χορό της φυλής Guro της Ακτής του Ελεφαντοστού, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ.

Την υποψηφιότητα της ρέγκε για ένταξη στη λίστα της Unesco κατέθεσε η Τζαμάικα.

Οι ρίζες της εντοπίζονται στη δεκαετία του ’60.

Μουσικό στιλ βγαλμένο από το ska και το rocksteady, που ενσωμάτωσε τις επιρροές της jazz & blues της Αμερικής, έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου την εισήγαγε το πλήθος των τζαμαϊκανών μεταναστών μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εμφανίστηκε ως η μουσική των καταπιεσμένων, που θίγει κοινωνικά και πολιτικά θέματα, την φυλακή, τις ανισότητες.

Η ρέγκε είναι αναπόσπαστη από τον ρασταφαρισμό, το πνευματικό κίνημα που θεοποιεί τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ και εξυψώνει την χρήση της ganja (της μαριχουάνα), σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Το 1968, το κομμάτι «Do the Reggay» των Toots and the Maytals ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε την ονομασία reggae. Και έπειτα ήρθαν τα μεγάλα κλασικά κομμάτια του Bob Marley και των Wailers, όπως το «No Woman, No Cry» και το «Stir It Up», που την έκαναν γνωστή σε όλον τον κόσμο.

«Η ρέγκε είναι αποκλειστικά τζαμαϊκανή» σχολίασε η υπουργός Πολιτισμού της Τζαμάικα Ολίβια Γκραντζ, πριν από την ψηφοφορία. «Είναι μία μουσική που δημιουργήσαμε και διείσδυσε παντού στον κόσμο».