Η κύρια κατηγορουμένη μιας από τις μεγαλύτερες μεταπολεμικές δίκες στη Γερμανία πήρε σήμερα τον λόγο έπειτα από τρία χρόνια σιωπής για να υποστηρίξει πως δεν έχει πλέον «καμιά συμπάθεια» για τη ναζιστική ιδεολογία και να καταδικάσει τη σειρά των δολοφονιών για τις οποίες κατηγορείται.

«Σήμερα δεν έχω πλέον καμιά συμπάθεια για την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία», διαβεβαίωσε στο δικαστηριο του Μονάχου η Μπεάτε Τσέπε, 41 ετών, η οποία είχε έως τώρα αρνηθεί να μιλήσει στη διάρκεια της δίκης της που άρχισε τον Μάιο του 2013.

«Δεν κρίνω πια τους ανθρώπους από τις απόψεις τους ή την καταγωγή τους, αλλά από τις ενέργειές τους», διαβεβαίωσε επίσης.

«Καταδικάζω αυτό που οι Ούβε Μούντλος και Ούβε Μπένχαρτ έκαναν στα θύματα», δήλωσε ακόμη σήμερα, χωρίς ωστόσο να παραδεχθεί ότι συμμετείχε στα εγκλήματα αυτά.

Τον Δεκέμβριο, η Μπεάτε Τσέπε, η οποία κινδυνεύει με ισόβια, είχε αρνηθεί, σε κείμενο που αναγνώσθηκε από τον συνήγορό της, οποιαδήποτε συμμετοχή στους εννέα ξενοφοβικούς φόνους (οκτώ Τούρκων και ενός Έλληνα) και στον φόνο μιας αστυνομικού, εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο διάστημα από το 2000 έως το 2007. Όμως αποδέχθηκε πως έχει «ηθική» ευθύνη επειδή δεν μπόρεσε να «επηρεάσει» τους συνεργούς της, που σήμερα είναι νεκροί.

Η Τσέπε, η οποία έζησε 14 χρόνια στην παρανομία, είχε υποστηρίξει τότε ότι ήταν απλώς μια παθητική συνοδός των δύο ακολούθων της στους κόλπους της μικρής νεοναζιστικής οργάνωσης Εθνικοσοσιαλιστική Παρανομία (NSU). Σύμφωνα με την ίδια, οι δύο άνδρες, οι οποίοι αυτοκτόνησαν τον Νοέμβριο του 2011 λίγο πριν ανακαλυφθούν από την αστυνομία, είχαν προετοιμάσει και πραγματοποιήσει τα εγκλήματα μόνοι τους.

Στο πλευρό της Μπεάτε Τσέπε στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκονται άλλοι τέσσερις νεοναζί ως ύποπτοι ότι παρείχαν στους τρεις επιμελητειακή υποστήριξη.

Η Τσέπε, η οποία κατάγεται από την Ιένα (ανατολική Γερμανία), πέρασε στην παρανομία το 1998, όταν οι τρεις εντοπίσθηκαν από τις υπηρεσίες εσωτερικών πληροφοριών.

Πριν από το 1998, «στους κόλπους του κύκλου των φίλων της εποχής, είχα ταυτιστεί με πλευρές της ιδεολογίας. Αφότου βγήκα στην παρανομία (σ.σ.: από το 1998), θέματα όπως ο φόβος μιας εισβολής ξένων έγιναν όλο και λιγότερο προφανή για μένα», δήλωσε ακόμη στο δικαστήριο.

Η υπόθεση αυτή έχει συγκλονίσει βαθιά τη Γερμανία επειδή οι τρεις νεοναζί δρούσαν επί χρόνια ατιμώρητοι, γεγονός που καταδεικνύει την ανεπάρκεια των υπηρεσιών εσωτερικών πληροφοριών.