Ο πόλεμος δεν είναι κάτι καινούργιο για τον άνθρωπο. Από τις απαρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας υπάρχουν χιλιάδες αναφορές για μικρές ή μεγάλες διαμάχες που έγιναν για νέα εδάφη, πόρους και τα πιστεύω των λαών. Ωστόσο, ανάμεσα σε όλες αυτές τις συγκρούσεις υπάρχουν και κάποιοι πόλεμοι, οι αφορμές των οποίων ίσως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αν μη τι άλλο «παράξενες».
Ο πόλεμος του κουβά
Πολλοί μύθοι περιβάλλουν αυτόν τον εξωπραγματικό Μεσαιωνικό Πόλεμο. Ωστόσο, μάλλον πρόκειται για ένα από τα πρώτα «click baits» στην ιστορία, διότι ο πόλεμος δεν ξέσπασε εξαιτίας ενός κουβά.
Σύμφωνα με τον μύθο, το 1.325 στρατιώτες από την πόλη της Μόντενα (στη σημερινή Ιταλία) μπήκαν κρυφά στην Μπολόνια και έκλεψαν τον μοναδικό κουβά της πόλης, με τον οποίο οι κάτοικοι μάζευαν νερό από το πηγάδι. Αποτέλεσμα αυτής της πράξης ήταν η Μπολόνια να κηρύξει πόλεμο στο αντίπαλον δέος της για να τον πάρει πίσω.
Είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ωστόσο ο πραγματικός λόγος εξαιτίας του οποίου κηρύχθηκε ο πόλεμος, σύμφωνα με το Medium, φαίνεται να είναι λίγο πιο «ξενέρωτος», καθώς η Μόντενα φαίνεται να είχε επιτεθεί και να είχε καταλάβει ένα κάστρο που ανήκε στην Μπολόνια, στο Μοντεβέλιο.

Έτσι, η Μπολόνια συγκέντρωσε έναν στρατό 32.000 ανδρών για να την αντιμετωπίσει, ενώ η Μόντενα σύμφωνα με τον χρονικογράφο, Ματέο Γκριφόνι, που είναι από τις ελάχιστες πηγές της σύγκρουσης, μπόρεσε να παρατάξει μόνο περίπου 7.000 στρατιώτες.
Στις 15 Νοεμβρίου 1325, οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Ζαπολίνο, κοντά στη σημερινή Μπολόνια. Όταν έπεσε η νύχτα, οι Μοντενέζοι που ήξεραν πως μειονεκτούσαν αριθμητικά απέσπασαν, σύμφωνα με τον Γκριφόνι, ένα τάγμα στρατιωτών και το έστειλαν σε άλλη κατεύθυνση, έτσι ώστε πολλοί από τους Μπολονέζους στρατιώτες να αναγκαστούν να απομακρυνθούν από το κυρίως σώμα του στρατού για να τους αντιμετωπίσουν. Στη συνέχεια ο διοικητής Μπονακόλσι των Μοντενέζων φαίνεται να διέταξε την προέλαση των στρατευμάτων του.
Ύστερα από μερικές ώρες μάχης, οι Μοντενέζοι κατάφεραν να επικρατήσουν και να καταδιώξουν τον εχθρό τους μέχρι τα τείχη της Μπολόνια. Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης των Μπολονέζων, οι Μοντενέζοι κατέστρεψαν συνολικά έξι κάστρα, αλλά επέλεξαν να μην πολιορκήσουν την πόλη της Μπολόνια.
Οι νικητές κατέληξαν σε μια ειρηνευτική συμφωνία με τους ηττημένους, επιστρέφοντας έτσι στο «status quo ante».
Γιατί όμως έμεινε στην ιστορία ως ο πόλεμος του κουβά; Η απάντηση είναι απλή. Λέγεται ότι οι Μοντενέζοι στρατιώτες έκλεψαν έναν από τους κουβάδες από ένα πηγάδι έξω από τα τείχη της Μπολόνια, ως λάφυρο πολέμου.
Ο πόλεμος των εμού
Λίγα γεγονότα στην ανθρώπινη ιστορία είναι τόσο παράξενα και ξεκαρδιστικά όσο ο Μεγάλος Πόλεμος της Αυστραλίας με τα πουλιά εμού το 1932. Πιστή στο όνομά της, αυτή η μοναδική σύγκρουση είδε οπλισμένους στρατιώτες να έρχονται αντιμέτωποι με τα εμού, μεγάλα πτηνά που δεν πετούν και είναι ιθαγενή της αυστραλιανής ενδοχώρας. Το αποτέλεσμα; Μια αποφασιστική νίκη, αλλά όχι για αυτούς που περιμένατε.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κυβέρνηση της Αυστραλίας ενθάρρυνε την καλλιέργεια σιταριού. Ωστόσο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, περίπου 20.000 εμού μετανάστευσαν στη ζώνη σιταριού στα δυτικά της χώρας.

Αυτοί οι «εισβολείς» κατέστρεψαν τις καλλιέργειες, ενώ οι κατακόρυφες πτώσεις στις τιμές του σιταριού κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης επιδείνωσαν περαιτέρω τις δυσκολίες των αγροτών και των υπόλοιπων καλλιεργητών.
Αναζητώντας βοήθεια, οι αγρότες απευθύνθηκαν στην κυβέρνηση για λύση, η οποία ανέπτυξε στρατιώτες οπλισμένους με πολυβόλα που είχαν μια απλή αποστολή: να εξοντώσουν τα εμού και να προστατεύσουν το σιτάρι. Ωστόσο, όπως είχε πει και ο Πρώσος στρατάρχης, Χέλμουθ φον Μόλτκε, «Κανένα σχέδιο δεν επιζεί από την επαφή με τον εχθρό».
Η αρχική επιχείρηση ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1932, με τον ταγματάρχη G.P.W. Meredith να ηγείται της αποστολής. Οπλισμένοι με πολυβόλα Lewis και συνοδευόμενοι από τοπικούς αγρότες (πολλοί εκ των οποίων ήταν και οι ίδιοι πρώην στρατιώτες), στόχευαν να στήσουν ενέδρα στα εμού.
Όμως, αυτό που έμοιαζε εύκολος στόχος, σύντομα αποδείχτηκε μια παταγώδη αποτυχία.
Τα εμού επέδειξαν αξιοσημείωτη ομαδική δυναμική και τακτικές αποφυγής. Σκορπίζονταν μόλις ένιωθαν κίνδυνο και, κάνοντας ζιγκ ζαγκ, καθιστούσαν τη χρήση των πολυβόλων αναποτελεσματική. Ένας ταπεινωμένος στρατιώτης φέρεται να είπε ότι τα πουλιά έμοιαζαν να έχουν «δικές τους στρατιωτικές τακτικές».
Μετά από μία εβδομάδα αψιμαχιών, κατά την οποία το Forbes αναφέρει ότι έπεσαν πάνω από 2.500 σφαίρες και σκοτώθηκε μόνο μια χούφτα εμού, η επιχείρηση κρίθηκε αποτυχημένη. Μια δεύτερη επιχείρηση ακολούθησε αργότερα μέσα στον ίδιο μήνα, αλλά τα αποτελέσματα παρέμειναν απογοητευτικά, καθώς ο «εχθρός» συνέχιζε να ξεφεύγει από τη σύλληψη και την εξόντωση.
Μέχρι τον Δεκέμβριο, η κυβέρνηση απέσυρε τις στρατιωτικές δυνάμεις και παραδέχτηκε την ήττα της. Ο πόλεμος έληξε επίσημα με τα εμού να επιβιώνουν σχεδόν αλώβητα, ενώ οι αγρότες συνέχιζαν να παλεύουν με τις καταστροφικές απώλειες στις καλλιέργειές τους.
Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου
Το 1969 το Ελ Σαλβαδόρ, μια χώρα της Λατινικής Αμερικής που είχε πληθυσμό γύρω στα 3 εκατομμύρια, ελεγχόταν από μια γαιοκτητική ελίτ που άφηνε ελάχιστο χώρο για τους φτωχότερους αγρότες.
Ήδη το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, οι Σαλβαδοριανοί μετανάστευαν στη γειτονική Ονδούρα για μια καλύτερη τύχη.
Όμως, η άφιξη των μεταναστών είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στους Ονδουριανούς, οι οποίοι εκείνη την περίοδο διεκδικούσαν περισσότερη γη από τη δική τους ελίτ. Έτσι, η κυβέρνηση της Ονδούρας ψήφισε έναν αγροτικό νόμο για μεταρρύθμιση της γης και ο πρόεδρος της χώρας, Οσουάλντο Λόπες Αρεγιάνο, ξεκίνησε να απελαύνει χιλιάδες Σαλβαδοριανούς πίσω στην πατρίδα τους.
Ήταν μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα που οι δύο χώρες συναντήθηκαν στο ποδοσφαιρικό γήπεδο.
«Υπήρχαν πολύ σοβαρότερα πολιτικά ζητήματα», είπε ο Ρικάρντο Οτέρο, Μεξικανός αθλητικογράφος του δικτύου Univision. «Αλλά υπήρξε αυτή η σύμπτωση των τριών αγώνων για την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Δεν βοήθησε καθόλου. Το ποδόσφαιρο εδώ είναι πολύ, πολύ παθιασμένο – για καλό και για κακό».
Στις 27 Ιουνίου, καθώς οι παίκτες προετοιμάζονταν για τον καθοριστικό αγώνα εκείνο το βράδυ στην πρωτεύουσα του Μεξικού, το Ελ Σαλβαδόρ διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα.
Τις επόμενες ημέρες, οι συνοριακές συγκρούσεις εντάθηκαν. Στις 14 Ιουλίου, το Ελ Σαλβαδόρ διέταξε τις δυνάμεις του να εισβάλουν στην Ονδούρα και έστειλε πολεμικά αεροσκάφη να βομβαρδίσουν τη χώρα.
Σύμφωνα με το BBC, ο Πολωνός δημοσιογράφος, Ρίσαρντ Καπούσινσκι, ένας από τους λίγους ξένους ανταποκριτές στην περιοχή όταν ξεκίνησε η εισβολή, αργότερα επινόησε την ονομασία «πόλεμος του ποδοσφαίρου» στα απομνημονεύματά του το 1978.

Εκτιμάται ότι περίπου 3.000 άνθρωποι είχαν χάσει ήδη τη ζωή τους όταν ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών κατάφερε να κανονίσει μια κατάπαυση του πυρός στις 18 Ιουλίου και πολλοί περισσότεροι εκτοπίστηκαν λόγω των συγκρούσεων. Τελικά, με τη διεθνή πίεση να αυξάνεται, το Ελ Σαλβαδόρ απέσυρε τις δυνάμεις του από την Ονδούρα τον Αύγουστο.

Αναφορικά με το επίμαχο ματς που άναψε τα αίματα και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύγκρουση, το Ελ Σαλβαδόρ κατάφερε να επικρατήσει επί της Ονδούρας με 3-2.
Ωστόσο, αν αναλογιστεί κανείς πως τα απώτερα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα του πολέμου του ποδοσφαίρου είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να βυθιστεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο από το 1979 έως το 1992, τότε μάλλον το Ελ Σαλβαδόρ δεν κατάφερε να ευχαριστηθεί ιδιαιτέρως την πρόκρισή του στο Μουντιάλ του 1970, στο οποίο δεν κατάφερε να σκοράρει ούτε ένα γκολ.