Κάποτε ακμάζοντα κέντρα δύναμης και πολιτισμού που μπορούσαν κάλλιστα να ανταγωνιστούν την αρχαία Αθήνα και Ρώμη σε κύρος και ισχύ, αυτές οι σπουδαίες πόλεις εξαφανίστηκαν από προσώπου γης για χιλιετίες.

Πομπηία

Μπορεί η τραγική ιστορία της Πομπηίας να είναι πλέον χιλιοειπωμένη, ωστόσο για αιώνες ο κόσμος αγνοούσε την ύπαρξη αυτής της άλλοτε εντυπωσιακής ελληνορωμαϊκής πόλης, που περιλάμβανε μια αγορά (φόρουμ), ένα αμφιθέατρο, πολυτελείς επαύλεις και κάθε είδους σπίτια, που χρονολογούνταν από τον 4ο αιώνα π.Χ.

Ο αρχαιολογικός χώρος της Πομπηίας

Γύρω στο μεσημέρι της 24ης Αυγούστου του 79 μ.Χ., η τεράστια έκρηξη του ηφαιστείου Βεζούβιου έθαψε κυριολεκτικά την πόλη κάτω από ένα στρώμα στάχτης και ελαφρόπετρας. Για πολλούς αιώνες, η Πομπηία παρέμεινε κρυμμένη κάτω από αυτό το πέπλο στάχτης. Όταν όμως ο τόπος της τραγωδίας ανακαλύφθηκε τον 18ο αιώνα, ο κόσμος έμεινε έκθαμβος από την ανεύρεση μίας πόλης κυριολεκτικά παγωμένης στον χρόνο.

Πομπηία
Ένα ιδιωτικό λουτρό που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στον αρχαιολογικό χώρο της Πομπηίας.

Μέσα στα κτίρια βρίσκονταν διατηρημένα τα λείψανα των ανθρώπων που είχαν προσπαθήσει να σωθούν από την έκρηξη, ενώ βρέθηκαν ακόμα και καρβέλια ψωμιού σε φούρνους.

Ένας πλούσιος άνδρας και ο δούλος του

Η πρώτη ιστορική αναφορά για την Πομπηία έγινε το 310 π.Χ., όταν, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Σαμνιτικού Πολέμου, ένας ρωμαϊκός στόλος αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης στον ποταμό Σαρνό από όπου εξαπέλυσε μια ανεπιτυχή επίθεση στη γειτονική πόλη Νουκέρια. Αργότερα η πόλη έλαβε τη Ρωμαϊκή υπηκοότητα και έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αρκετούς πολέμους. 

Ο Ρωμαίος ιστορικός, Τάκιτος, αναφέρει μια ταραχή στο αμφιθέατρο της Πομπηίας μεταξύ των Πομπηιανών και των Νουκεριανών, το 59 μ.Χ., ενώ ένας σεισμός το 62 μ.Χ. φαίνεται να προκάλεσε μεγάλες ζημιές τόσο στην Πομπηία όσο και στη γειτονική Ηράκλεια. Οι πόλεις δεν είχαν ακόμη ανακάμψει από τις ζημιές του σεισμού όταν, 17 χρόνια αργότερα, υπέστησαν την οριστική τους καταστροφή.

Τροία

Η κατά προσέγγιση τοποθεσία της θρυλικής Τροίας ήταν ευρέως γνωστή από αναφορές σε έργα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, όπως ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος και ο Στράβων. Ωστόσο, η ακριβής θέση της πόλης αλλά και το μέγεθός της παρέμεναν άγνωστα μέχρι τους νεότερους χρόνους.

Μεταξύ του 1870 και του 1890, ο Γερμανός αρχαιολόγος, Σλήμαν, διεξήγαγε εκτεταμένες ανασκαφές κυρίως στο κεντρικό τμήμα του λόφου Χισαρλίκ, στην Τουρκία, όπου θεωρούνταν ότι ήταν θαμμένα τα ερείπια μιας πόλης γνωστή ως Ίλιον ή Ilium που είχε ακμάσει κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, και ανακάλυψε τα κατάλοιπα μιας οχυρωμένης ακρόπολης.

Ένα αντίγραφο του θρυλικού Δούρειου Ίππου στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Τροίας

Ο Σλήμαν και άλλοι αρχαιολόγοι αναγνώρισαν μια ακολουθία εννέα κύριων στρωμάτων, που αντιπροσωπεύουν εννέα περιόδους, με την πρώτη να ξεκινά γύρω στο 3000 π.Χ., κατά τις οποίες κατασκευάστηκαν, κατοικήθηκαν και τελικά καταστράφηκαν τα διάφορα οικήματα και παλάτια.

Περίπου το 700 π.Χ., Έλληνες άποικοι άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή. Η Τροία εποικίστηκε ξανά και της δόθηκε το εξελληνισμένο όνομα Ίλιον. Οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν το Ίλιον το 85 π.Χ., αλλά η πόλη αποκαταστάθηκε εν μέρει από τον Ρωμαίο στρατηγό, Σύλλα, την ίδια χρονιά. Αυτή η εκρωμαϊσμένη πόλη απέκτησε λαμπρά δημόσια κτίρια από τον αυτοκράτορα Αύγουστο και τους άμεσους διαδόχους του. Ωστόσο, το Britanica αναφέρει πως μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (324 μ.Χ.), το Ίλιον άρχισε να παρακμάζει και στη συνέχεια ξεχάστηκε.

Καρχηδόνα

Σύμφωνα με την παράδοση, η Καρχηδόνα ιδρύθηκε από τους Φοίνικες της Τύρου το 814 π.Χ. εκεί που σήμερα βρίσκεται η Τύνιδα στην Τυνησία. Η πόλη ήταν χτισμένη σε μια τριγωνική χερσόνησο που ήταν καλυμμένη με χαμηλούς λόφους και πλαισιωνόταν από μια λίμνη.

Καρχηδόνα
Απεικόνιση της αρχαίας πόλης της Καρχηδόνας

Ο πλούτος των Καρχηδονίων ήταν θρυλικός. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τον 5ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο των Καρχηδόνιων με τους αυτόχθονες πληθυσμούς κατά μήκος της βόρειας ακτής της Αφρικής.

«Ξεφορτώνουν τα εμπορεύματά τους και τα τακτοποιούν στην ακτή. Έπειτα επιβιβάζονται ξανά στα πλοία τους και ανάβουν μια φωτιά. Οι αυτόχθονες έρχονται στην ακτή και, αφού αφήσουν χρυσό σε ανταλλαγή για τα αγαθά, απομακρύνονται. Οι Καρχηδόνιοι εξετάζουν ό,τι έχουν αφήσει οι ντόπιοι, και αν ο χρυσός τούς φαίνεται δίκαιη πληρωμή για τα εμπορεύματά τους, τον παίρνουν μαζί τους και φεύγουν· αν όχι, επιστρέφουν στα πλοία τους και περιμένουν, ενώ οι ντόπιοι πλησιάζουν ξανά και αφήνουν περισσότερο χρυσό».

Από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. η Καρχηδόνα ενεπλάκη σε μια σειρά πολέμων με τη Ρώμη, γνωστοί ως Καρχηδονιακοί Πόλεμοι. Όταν η πόλη έπεσε το 146 π.Χ., ο τόπος λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στις φλόγες, εκπληρώνοντας την απαίτηση του ρήτορα και μέλους της σύγκλητου, Κάτωνα του Πρεσβύτερου, γνωστή και ως delenda est Carthago («η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί»). Η πόλη άρχισε να ανοικοδομείται από τον Ιούλιο Καίσαρα και το  29 π.Χ., ο πρώτος επίσημος αυτοκράτορας της Ρώμης, Αύγουστος, εγκατέστησε τη διοίκηση της ρωμαϊκής επαρχίας της Αφρικής σε αυτό το σημείο.

Ερείπια των ρωμαϊκών λουτρών του Αντωνίνου στην Καρχηδόνα

Η εγκυκλοπαίδεια Britanica αναφέρει πως το 439 μ.Χ., ο βασιλιάς των Βανδάλων, Γεϊσερίχος, λεηλάτησε την πόλη. Ενώ σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 533 μ.Χ. ο βυζαντινός στρατός υπό την ηγεσία του σπουδαίου στρατηγού του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Βελισάριου, εισήλθε στην Καρχηδόνα χωρίς αντίσταση μετά τη νίκη του ενάντια στον τελευταίο βασιλιά των Βανδάλων, Γελίμερο. Η κατάληψη της πόλης από τους Άραβες το 705 σήμανε την πλήρη επισκίασή της από τη νέα πόλη της Τύνιδας.

Ατλαντίδα

Από ταινίες και βιντεοπαιχνίδια μέχρι βιβλία και έργα τέχνης, το χαμένο νησί της Ατλαντίδας, είναι ευρέως γνωστό ως ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της αρχαιότητας.

Ένα μυθικό νησί που σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες και Αιγύπτιους βρισκόταν στον Ατλαντικό Ωκεανό στα δυτικά του Στενού του Γιβραλτάρ. Οι κύριες πηγές αυτού του πασίγνωστου μύθου είναι δύο διάλογοι του Πλάτωνα, ο Τίμαιος και ο Κριτίας. Στον πρώτο, ο Πλάτωνας περιγράφει έναν διάλογο ανάμεσα σε Αιγύπτιους ιερείς και τον Αθηναίο νομοθέτη, Σόλωνα, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ατλαντίδα περιγράφεται ως ένα νησί μεγαλύτερο από τη Μικρά Ασία και τη Λιβύη μαζί που βρισκόταν ακριβώς πέρα από τις Στήλες του Ηρακλή (σημερινό στενό του Γιβραλτάρ).

Ατλαντίδα
Απεικόνιση της Ατλαντίδας

Περίπου 9.000 χρόνια πριν από τη γέννηση του Σόλωνα, οι ιερείς κάνουν λόγο για ένα πλούσιο νησί, του οποίου οι ισχυροί ηγεμόνες κατέκτησαν πολλές από τις χώρες της Μεσογείου.

Τελικά όμως νικήθηκαν από τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους και έγιναν ασεβείς και διεφθαρμένοι, μέχρι που το νησί τους καταποντίστηκε στη θάλασσα λόγω των σεισμών που προκάλεσε η οργή των θεών. Στον Κριτία, ο Πλάτωνας περιγράφει το ιδανικό πολίτευμα της Ατλαντίδας.

Πιθανότατα πρόκειται απλώς για έναν μύθο τον οποίο ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε σαν αλληγορία για την κοινωνική παρακμή της εποχής του. Ωστόσο, οι μεσαιωνικοί Ευρωπαίοι συγγραφείς πίστευαν ότι η ιστορία ήταν αληθινή. Η ιστορία της Ατλαντίδας, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britanica, σε περίπτωση που δεν είναι μια επινόηση του Πλάτωνα, ίσως αντανακλά αρχαία αιγυπτιακά αρχεία από την ηφαιστειακή έκρηξη στο νησί της Θήρας γύρω στο 1500 π.Χ.

Εντύπωση πάντως προκαλεί το γεγονός πως όλα αυτά τα σπουδαία κέντρα της ανθρωπότητας βρίσκονται στη Μεσόγειο, με πολλές ακόμα αρχαίες πόλεις σε ολόκληρο των πλανήτη στις οποίες γίνονται αναφορές σε κείμενα να παραμένουν ανεξερεύνητες.