Να αντιστρέψει την εικόνα της φθορά της θα επιχειρήσει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, έως το τέλος του 2025. Σε εφαρμογή ενός σχεδίου, καλείται να διαχειριστεί τις αντοχές της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους μέσα σε έναν επιταχυνόμενο χρόνο. Στο Μέγαρο Μαξίμου αναγνωρίζουν ότι η κατάσταση στην καθημερινότητα της ελληνικής δυσκολίας είναι δύσκολη και χρειάζεται σημαντικές βελτιώσεις, αλλά ευελπιστούν σε ανάκαμψη. «Πετύχαμε στα ενεργειακά, θα πετύχουμε και στα άλλα», έλεγε στο Newsbeast κορυφαίος υπουργός σχολιάζοντας την ιστορική συμφωνία με τις αμερικανικές εταιρείες που ενδυναμώνει την συνεργασία της Ελλάδας με τις ΗΠΑ.
Όμως πέρα από αυτό το θετικό γεγονός, τα μέτωπα είναι υπαρκτά και πιέζουν την κυβερνητική πλειοψηφία – και δεν είναι μόνο ο ΟΠΕΚΕΠΕ ή τα ΕΛΤΑ, που δημιούργησαν μεγάλο πρόβλημα. Το οικονομικό σκηνικό δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Με τιμές ενέργειας, πληθωρισμό, ανατιμήσεις στα βασικά αγαθά και στα ενοίκια να ασκούν έντονη πίεση στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανάγκη να πείσει πως δεν απλώς «κρατάει τα πράγματα», αλλά τα βελτιώνει. Για παράδειγμα, ανακοίνωσε μέτρα που δίνουν ανάσα σε ενοικιαστές και επίσης κίνητρα σε ιδιοκτήτες ώστε να αυξηθεί η προσφορά κατοικιών. Ο πρωθυπουργός την κυριακάτικη ανασκόπηση αναφέρθηκε στην αυριανή καταβολή στους χαμηλοσυνταξιούχους, ως πρόσθετη ενίσχυση, της τάξεως των 250 ευρώ.
Υπάρχει το ζήτημα της στέγης που μετατρέπεται σε πολιτική, κοινωνική και εκλογική υπόθεση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών δαπανάται σε στέγαση – με τη χώρα να διατρέχει έντονο έλλειμμα κατοικιών προς ενοικίαση/ανακαίνιση.
Η κυβέρνηση, σε αυτό το μέτωπο, δεν έχει την πολυτέλεια της καθυστέρησης. Πρέπει να δείξει με έργα ότι μπορεί να δράσει, αλλιώς η απογοήτευση μπορεί δύσκολα μετατρέπεται σε ψήφο εμπιστοσύνης. Και το μέτρο της επιστροφής ενοικίου έως 800 ευρώ καταδεικνύει την προσπάθεια να σταματήσει η πίεση, αν και υπάρχουν ερωτήματα για το πώς θα καλυφθεί το κόστος, πώς θα μετρηθεί η επίπτωση, αν θα είναι επαρκές και άλλα ακόμη εύλογα ερωτήματα.
Πίεση απ’ όλα τα μέτωπα
Δεν είναι μόνον τα καυτά κοινωνικά και οικονομικά θέματα, καθώς και στο πολιτικό πεδίο, η κυβέρνηση αισθάνεται την πίεση. Η συζήτηση για ανασχηματισμό, η εσωκομματική αντιπολίτευση, και πώς κινείται η αντιπολίτευση, πλέκουν ένα σκηνικό που δεν αφήνει ήσυχες τις παρασκηνιακές διεργασίες. Το ερώτημα δεν είναι μόνο «τι κάνουμε τώρα» αλλά «πώς θα δείχναμε ότι τελειώνουμε με το τώρα και πάμε μπροστά».
Η κυβέρνηση γνωρίζει πως το παράθυρο ευκαιρίας δεν είναι ανεξάντλητο και οι κινήσεις της πρέπει να είναι ταχύτατες, στοχευμένες και επικοινωνημένα σαφείς.
Οι άμεσες ενέργειες
Το θέμα της στέγης «μπαίνει μπροστά». Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν (επιστροφή ενοικίου, κίνητρα προς ιδιοκτήτες) είναι ενδεικτικά. Αν τα σχέδιο αυτό υλοποιηθεί υπάρχει δυνατότητα να αλλάξει ελαφρά το κλίμα, χωρίς όμως να λείπει η επιφύλαξη για την αποδοχή από την αγορά και το κοινωνικό σύνολο.
Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να δείξει ότι τα οικονομικά μέτρα που είχε ψηφίσει αρχίζουν να αποδίδουν, ενώ πριν λίγες ημέρες ψηφίστηκαν και άλλες φοροαπαλλαγές. Αυτό σημαίνει μικρές αλλά καίριες περικοπές πιέσεων (εισόδημα, κόστος ζωής), προσέλκυση επενδύσεων που να δημιουργούν απτά αποτελέσματα απασχόλησης, επιτάχυνση κρίσιμων έργων και μεγάλων επενδύσεων για να στείλει μήνυμα: «Δεν είμαστε στο περίμενα, είμαστε σε δράση».
Ποιο είναι το στοίχημα του Μάξιμου; Η κοινωνία πρέπει να αισθανθεί την αλλαγή προτού η πολιτική φθορά μεγαλώσει και παγιωθεί.
Η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στο κράτος, στην αξιοποίηση ψηφιακών μέσων, στην επιτάχυνση των διαδικασιών για επενδύσεις. Παράλληλα πρέπει να δείξει ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι «πόνος» μόνο για το κράτος αλλά «όφελος» για τον πολίτη διότι αν μείνει η εντύπωση ότι «τα σπάμε για να τα ξαναφτιάξουμε» χωρίς άμεσο όφελος, η φθορά θα έρθει γρήγορα. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ με την διαφθορά και η προβληματική κατάσταση στα ΕΛΤΑ που δεν εκσυγχρονίστηκαν είναι ενδεικτική.
Σε αυτό το πεδίο η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αναγκάζεται να διαχειριστεί όχι μόνον τα γεγονότα αλλά πώς θα τα ευθυγραμμίσει με την κοινωνική αντίληψη. Μέχρι το τέλος του 2025 θα δούμε εντονότερη προσπάθεια «γραφής» της νέας αφήγησης: ότι «η χώρα προχωρά», ότι «ξεπερνάμε τα δύσκολα» και ότι «η κυβέρνηση δεν είναι σε αναμονή».
Αυτό σημαίνει πιθανές πρωτοβουλίες με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά και με ουσία που θα δείχνουν ότι η πολιτική έχει ρυθμό και όχι απλώς «διαχείριση κρίσης».
Η κυβέρνηση φαίνεται να δρα με αντιστροφή. Να προλάβει τα γεγονότα, να μην αφήσει την αντιπολίτευση να την καθορίσει. Μέχρι το τέλος του 2025 πιθανώς να δούμε: ανασχηματισμό, αλλαγές σε κομματικές ισορροπίες, επικέντρωση σε «μέτωπα» που μπορούν να δώσουν πολιτικό κεφάλαιο. Η στρατηγική θα είναι όχι απλά να είμαστε έτοιμοι για εκλογές, αλλά να έρθουμε «με ρυθμό» και με μήνυμα ότι η επόμενη φάση της χώρας είναι ήδη σε εγρήγορση.
Πέρα από τις γραμμικές αναλύσεις υπάρχουν και οι παγίδες με βασική την κοινωνική φθορά. Αν η καθημερινότητα του πολίτη δεν αλλάξει ή χειροτερέψει η πολιτική απάντηση θα είναι ανεπαρκής. Η ανοχή στην πίεση των τιμών και της στέγης, δεν είναι απεριόριστη.
Η κυβέρνηση λειτουργεί σε ένα περιβάλλον όπου γεωπολιτικά, ενεργειακά και οικονομικά δεν υπάρχει «κεκτημένη κατάσταση». Επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες: τιμές ενέργειας, επιτόκια, επενδύσεις, διεθνές ενδιαφέρον.
Παρελόν και μέλλον
Σε αυτή την κρίσιμη φάση, η κυβέρνηση βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Από τη μια το παρελθόν των δεσμεύσεων, των προσδοκιών, των «δεν θέλω άλλα λάθη», και από την άλλη το μέλλον που πρέπει να αρχίσει να χτίζεται τώρα. Οι τελευταίοι μήνες αποκάλυψαν τους άξονες: στέγαση, κόστος ζωής, μεταρρυθμίσεις, πολιτική πίεση. Όμως έως το τέλος του 2025 θα κριθεί όχι με βάση το πόσα μέτωπα «ανοίχτηκαν», αλλά πόσα έκλεισαν ή έστω πόσα προχώρησαν σε τέτοιο σημείο που η κοινωνία να τα αισθανθεί.
Το πλεονέκτημα της κυβέρνησης; Απλά ότι δεν υπάρχει ακόμα οργανωμένη και συγκροτημένη αντιπολίτευση. Και το μειονέκτημα σε μια περίοδο που συζητούνται τα υπό ίδρυση κόμματα του Αλέξη Τσίπρα και του Αντώνη Σαμαρά; Η ανοχή και το κενό δεν είναι άπειρο και κάποια στιγμή θα καλυφθεί.