Μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε χθες, Δευτέρα, με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι Ρωσία και Ουκρανία θα ξεκινήσουν αμέσως διαπραγματεύσεις για μια εκεχειρία. Ωστόσο, η ανακοίνωση του Κρεμλίνου ότι η διαδικασία αυτή θα πάρει χρόνο, ίσως υποδηλώνει πως ο Πούτιν στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται τον πρόεδρο των ΗΠΑ ή την έγκρισή του
Μάλιστα ο επικεφαλής του Κρεμλίνου, σύμφωνα με το CNN, δέχτηκε αυτή την κρίσιμη κλήση σε μια σχολή μουσικής στην ακτή του Σότσι. Ενώ φάνηκε να επιστρέφει στο γνωστό αφήγημα ότι αυτός ο πόλεμος προκλήθηκε από τη γρήγορη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.

«Δεν είναι δικός μας πόλεμος», δήλωσε νωρίτερα ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς.
Επαναλαμβάνοντας τον ρόλο του ως προάγγελου πολύ κακών ειδήσεων για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ο Βανς διατύπωσε και πάλι αυτή την αξιοσημείωτη στάση: Ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να αποσυρθούν από τον πόλεμο –προφανώς τόσο από τη διπλωματία όσο και από τη βοήθεια προς την Ουκρανία–, εάν η Ρωσία δεν κάνει βήματα προς μια ειρηνευτική συμφωνία.
Το CNN αναφέρει πως η υποχώρηση της Ουάσινγκτον είναι ακριβώς αυτό που επιθυμεί η Ρωσία και, για να κερδίσει αυτό το ονειρικό αποτέλεσμα, φαίνεται ότι ο Πούτιν δεν πρέπει να κάνει απολύτως τίποτα, παρά να συνεχίσει να διεξάγει τον βάναυσο πόλεμό του.
Λίγα λεπτά μετά την κλήση, ο Τραμπ που σύμφωνα με το CNN, ήδη ακουγόταν ως ένας άνθρωπος που αποστασιοποιείται από τη σύγκρουση, απλώς δήλωσε ότι η Ουκρανία και η Ρωσία πρέπει να συζητήσουν άμεσα, «όπως μόνο αυτοί μπορούν».

Για το μεγαλύτερο μέρος των τριών χρόνων του πολέμου, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Ρωσίας «λένε» στους πολίτες τους πως η χώρα τους δεν βρίσκεται σε σύγκρουση μόνο με την Ουκρανία, αλλά στην πραγματικότητα με το σύνολο του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η προεδρία του Τραμπ δημιούργησε, σύμφωνα με την ανάλυση του CNN, ένα μικρό παράθυρο κατά το οποίο το Κρεμλίνο θα μπορούσε να μιλήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να βελτιώσει τη θέση του ή ακόμα και να ανακουφίσει τις επιπτώσεις από κάποιες δυτικές κυρώσεις.
Ωστόσο, το CNN γράφει πως αυτό δεν αλλάζει την κεντρική εκτίμηση ή το μήνυμα του Κρεμλίνου ότι αυτός είναι ένας υπαρξιακός πόλεμος, για την αποκατάσταση της κυριαρχίας του στην εγγύς περιοχή του.
Οποιαδήποτε περαιτέρω «βήματα» από την πλευρά του Αμερικανού προέδρου προς την κατεύθυνση των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας θα σήμαιναν, σύμφωνα με το CNN, πως η κυβέρνηση Τραμπ έχει πάει «πιο πέρα» ακόμα και από τον προκάτοχό της, Τζο Μπάιντεν, με σκοπό να τιμωρήσει τη Ρωσία. Αυτό όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την τωρινή γεωπολιτική στρατηγική της Ουάσινγκτον, καθώς θα εμβάθυνε τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε έναν πόλεμο για τον οποίο δεν υπάρχει ορατό τέλος.

«Ο Τραμπ ένιωσε ότι έχει επιλογή. Η επιχειρηματική του αντίληψη δεν βλέπει κανένα όφελος από μια μακροπρόθεσμη επένδυση σε μια σύγκρουση με έναν εχθρό με τον οποίο θα προτιμούσε να τα πηγαίνει καλά», γράφει ο Nick Paton Walsh του CNN. «Εδώ δεν υπάρχει κάποια συμφωνία. Ο Πούτιν δεν αγοράζει τίποτα και μόνο επιδιώκει να κατακτήσει και να πάρει», εξηγεί.
Συνεπώς, ο Τραμπ, ο οποίος δεν έχει τίποτα να «πουλήσει» εκτός από τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στους παραδοσιακούς του συμμάχους, ίσως τελικά κατάλαβε πως ο Πούτιν δεν είναι κάποιος που επιδιώκει την έγκρισή του ή τη δημιουργία μιας συμμαχίας με αυτόν.
Επομένως, ακόμα και αν ο Αμερικανός πρόεδρος ελπίζει πως η συνεργασία του με τον Πούτιν θα οδηγήσει σε μελλοντική ρήξη ανάμεσα στη Ρωσία και τη γειτονική Κίνα, είναι μάλλον δύσκολο να πιστέψει κανείς πως το Κρεμλίνο θα επέλεγε να στηρίξει πλήρως τις ΗΠΑ, τις οποίες αντιμετωπίζει σαν βασικό γεωπολιτικό του αντίπαλο.
Ταυτόχρονα η ηγεσία του ρωσικού κράτους δεν μπορεί να είναι σίγουρη πως οι μελλοντικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ θα είναι τόσο φιλικές, όσο το τωρινό επιτελείο του Τραμπ.