Η φυσικός και καθηγήτρια νανοτεχνολογίας στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, Μαρία Στρέμε, προτείνει μια ριζοσπαστική νέα θεωρία για τη συνείδηση, η οποία μπορεί να εξηγήσει τι πραγματικά συμβαίνει όταν πεθαίνουμε. Σύμφωνα με τη Στρέμε, η συνείδηση δεν προκύπτει από τον ανθρώπινο εγκέφαλο, αλλά υφίσταται ως ένα θεμελιώδες πεδίο της πραγματικότητας.
Η ίδια υποστηρίζει ότι, αν αυτή η θεωρία είναι σωστή, φαινόμενα που χαρακτηρίζονται ως «μυστηριώδη», όπως η τηλεπάθεια, οι επιθανάτιες εμπειρίες και ακόμη και η ζωή μετά τον θάνατο, μπορούν επιτέλους να εξηγηθούν επιστημονικά. Με βάση το μοντέλο της, η συνείδηση δεν παύει να υπάρχει όταν κάποιος πεθαίνει, αλλά επιστρέφει στο υποκείμενο θεμελιώδες πεδίο από το οποίο προέρχεται.
Μιλώντας στην Daily Mail, η Μαρία Στρέμε ανέφερε: «Η πιθανότητα ότι η συνείδηση είναι θεμελιώδης έχει εξεταστεί ελάχιστα. Αλλά αυτό αλλάζει γρήγορα. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου η διατύπωση βαθύτερων ερωτήσεων για τη συνείδηση δεν αποτελεί περιθωριακή φιλοσοφία, γίνεται επιστημονική αναγκαιότητα». Στις παραδοσιακές θεωρίες της κβαντικής φυσικής, τα σωματίδια και η ενέργεια προκύπτουν από δονήσεις ενός θεμελιώδους πεδίου, όπως τα κύματα που δημιουργούνται από δονήσεις στο νερό. Η Στρέμε υποστηρίζει ότι αυτό το θεμελιώδες πεδίο μπορεί να είναι η ίδια η συνείδηση.
Αν η θεωρία ευσταθεί, οι συνέπειες για την κατανόηση της πραγματικότητας θα είναι ριζικές. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η αίσθηση της ατομικής συνείδησης αποτελεί απλώς μια ψευδαίσθηση. Όπως εξήγησε: «στο μοντέλο, η ατομική συνείδηση κατανοείται ως μια τοπική διέγερση ή διαμόρφωση μέσα σε ένα πεδίο καθολικής συνείδησης, όπως ένα κύμα στην επιφάνεια του ωκεανού. Το κύμα έχει προσωρινή μορφή, αλλά το νερό που το δημιουργεί δεν εξαφανίζεται όταν αυτό υποχωρεί».

Η συνείδηση δεν τελειώνει με τον θάνατο
Η θεωρία υποστηρίζει ακόμη ότι η συνείδηση δεν τελειώνει με τον θάνατο, αλλά επιστρέφει στο θεμελιώδες πεδίο. Όπως αναφέρει η Στρέμε: «Το θεμελιώδες υπόστρωμα της επίγνωσης δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με το σώμα, όπως ο ωκεανός δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με την εμφάνιση ενός μόνο κύματος».
Η προσέγγιση αυτή σημαίνει επίσης ότι φαινόμενα τα οποία παραδοσιακά απορρίπτονται ως ψευδοεπιστήμη μπορεί να εντάσσονται σε ένα επιστημονικό μοντέλο και όπως επισημαίνει η ειδικός, «αξίζουν ανανεωμένη, αυστηρή επιστημονική εξέταση». Στις επιθανάτιες εμπειρίες, πολλοί άνθρωποι αναφέρουν οράματα θρησκευτικών μορφών, αγαπημένων προσώπων ή ακόμη και προαισθήσεις μελλοντικών γεγονότων. Η Στρέμε εξηγεί: «Αν η ατομική επίγνωση δεν παράγεται μόνο από τον εγκέφαλο, αλλά αποτελεί έκφραση ενός βαθύτερου πεδίου, όπως υποδηλώνει το μοντέλο μου, τότε στιγμές όπου ο εγκέφαλος λειτουργεί μειωμένα μπορεί να επιτρέπουν μια ασυνήθιστη πρόσβαση σε αυτό το υποκείμενο πεδίο».
Το μοντέλο υποδεικνύει επίσης ότι «ψυχικές» ικανότητες όπως η τηλεπάθεια μπορεί όχι μόνο να είναι πραγματικές, αλλά και να είναι επιστημονικά ελέγξιμες. Αφού όλες οι ατομικές συνειδήσεις αποτελούν μέρος του ίδιου πεδίου, η πληροφορία μπορεί να μεταδίδεται μεταξύ σημείων που φαίνονται χωρικά ή χρονικά απομακρυσμένα. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τηλεπαθητικά φαινόμενα εμφανίζονται σε διάφορους πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους, παρότι τα μέχρι τώρα εμπειρικά δεδομένα παραμένουν αμφιλεγόμενα. Η Στρέμε αναφέρει: «Αυτό θα εξηγούσε γιατί φαινόμενα που μοιάζουν με τηλεπάθεια εμφανίζονται σε διάφορες κουλτούρες και σε όλη την ιστορία, παρόλο που τα εμπειρικά στοιχεία μέχρι στιγμής είναι αμφιλεγόμενα και όχι ακόμη καταληκτικά».

Στοιχεία «συγχρονισμού
Αν η θεωρία ισχύει, τότε οι εγκεφαλικές καταστάσεις ατόμων σε βαθύ διαλογισμό ή «συναισθηματική ευθυγράμμιση» θα πρέπει να δείχνουν στοιχεία «συγχρονισμού» με τη δραστηριότητα του εγκεφάλου άλλων ανθρώπων. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να εντοπιστούν σε εγκεφαλικές απεικονίσεις, επιτρέποντας στους επιστήμονες να εξετάσουν αν η θεωρία της Στρέμε είναι πράγματι σωστή.
Η ειδικός προσθέτει: «Τα κείμενα των μεγάλων θρησκειών, όπως η Βίβλος, το Κοράνι και οι Βέδες συχνά περιγράφουν μια διασυνδεδεμένη συνείδηση. Όσοι τα έγραψαν χρησιμοποίησαν μεταφορική γλώσσα για να εκφράσουν διορατικότητες σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας. Οι πρώτοι κβαντικοί φυσικοί, με τη σειρά τους, κατέληξαν σε παρόμοιες ιδέες χρησιμοποιώντας επιστημονικές μεθόδους. Τώρα, είναι ώρα για την αυστηρή επιστήμη – δηλαδή τη σύγχρονη φυσική επιστήμη – να αρχίσει να εξερευνά αυτό σοβαρά».