Πρέπει να πάω πολύ πίσω στο χρόνο για να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που «κόλλησα» με σίριαλ. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήταν το «Στο Παρά Πέντε» του Γιώργου Καπουτζίδη, που τελείωσε τον Ιούνιο του 2007 – με μοναδική εξαίρεση στο μεταξύ τα σίριαλ του Κοκκινόπουλου, που όμως έχουν αυτοτελή επεισόδια και όχι μία ενιαία πλοκή.

Έκτοτε υπήρξαν αναμφίβολα πολλά καλά σίριαλ, κυρίως ξένα και λιγότερο ελληνικά. Game of Thrones, House of Cards, Breaking Bad είναι κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά. Όμως κανένα δε με έπεισε να ασχοληθώ μαζί του. Ο σημαντικότερος λόγος νομίζω ότι έχει να κάνει με τη δέσμευση που απαιτεί η παρακολούθηση ενός σίριαλ. Αν δυσκολεύομαι να καθίσω στο ίδιο σημείο για δύο ώρες για να δω μία ταινία, πώς θα καθίσω να δω ένα σίριαλ που μπορεί να κρατάει αθροιστικά δεκάδες ώρες και να πρέπει να περιμένω ένα χρόνο για να δω τον επόμενο κύκλο; Δεν είμαι άνθρωπος της υπομονής.

Όμως για κάποιο λόγο το Casa de Papel μου έκανε «κλικ». Ήταν ένα ακόμα από αυτά τα σίριαλ για τα οποία μιλάνε με θαυμασμό οι φίλοι μου και λένε «αυτό πρέπει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να το δεις». Θα μπορούσα για άλλη μία φορά να τους αγνοήσω και να συνεχίσω να αντιστέκομαι στα πάσης φύσεως σίριαλ. Αλλά αυτή τη φορά υπέκυψα.

Και όχι απλά είδα το Casa de Papel, αλλά το είδα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, και τα 19 επεισόδια, σε έναν πραγματικό μαραθώνιο που μόνο εμείς που δεν έχουμε ζωή μπορούμε να τρέξουμε χωρίς να μας πεταχτούν τα μάτια έξω. Και πλέον μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα: Άξιζε όλος αυτός ο ντόρος;

Τι είναι «Casa de Papel»;

Ας δούμε λοιπόν, χωρίς spoilers, γιατί ενδεχομένως να υπάρχουν και δυο-τρεις εκεί έξω που δεν το έχουν δει ακόμα, τι είναι το φαινόμενο Casa de Papel.

Η υπόθεση του σίριαλ που προβλήθηκε μέσω του Netflix είναι μάλλον απλή: ένας τύπος μαζεύει οκτώ ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν και τους δασκαλεύει για να φέρουν σε πέρας το πολυμήχανο σχέδιό του που αφορά στη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών, με «θύμα» το νομισματοκοπείο της Ισπανίας. Εξ ου και ο ελληνικός τίτλος του σίριαλ, «Η Τέλεια Ληστεία», που πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να σκεφτείς τόσο ανέμπνευστο τίτλο, οπότε θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιώ τον αυθεντικό τίτλο.

Έτσι όπως το διαβάζω τώρα, ακούγεται βαρετό. Και ίσως είναι, γιατί έχουμε δει αμέτρητες ταινίες και σειρές με ληστείες και ομηρίες, άλλες πετυχημένες και άλλες όχι. Θα έλεγα ότι δεν είναι η πλοκή το δυνατό σημείο του Casa de Papel, αλλά οι χαρακτήρες.

Πρώτος και καλύτερος, ο Μπερλίν (ξέχασα να αναφέρω ότι οι οκτώ πρωταγωνιστές που συμμετέχουν στη ληστεία, πλην του εγκεφάλου, χρησιμοποιούν ως συνθηματικά ονόματα πόλεων, αντί για τα πραγματικά τους ονόματα). Ένας εντελώς ψυχοπαθής τύπος που μπορείς να τον σιχαθείς και να τον μισήσεις στην ίδια σκηνή, αλλά σίγουρα θα τον θαυμάσεις, ακόμα και όταν σκέφτεται την πιο φρικτή θηριωδία.

Μετά είναι η αφηγήτρια Τόκιο. Αδίστακτη, ατρόμητη, αλλά και αλλοπρόσαλλη και συναισθηματικά ασταθής, μπορεί ανά πάσα στιγμή να «εκραγεί» με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Συνήθως σέξι αποτελέσματα.

Πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και η Ναϊρόμπι. Πρόσχαρη και φαινομενικά αφελής, αλλά στην πραγματικότητα πολύ πιο συγκροτημένη απ’ όσο φαίνεται, επεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή για να επαναφέρει τις ισορροπίες.

Και τι να πει κανείς για τον εγκέφαλο της ληστείας, τον αινιγματικό Professor, που παρά την ιδιοφυία του περιπλέκει μόνος του το ίδιο του το τέλειο σχέδιο με τις επιλογές του, θέτοντας την όλη επιχείρηση σε κίνδυνο;

Όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες του σίριαλ (εκτός από τους δεύτερους, πιο αναλώσιμους) είναι ενδιαφέροντες γιατί δεν είναι μονοδιάστατοι. Δεν υπάρχει ο «καλός» και ο «κακός», ο «έξυπνος» και ο «βλάκας». Αυτός που τώρα είναι καλός, στο επόμενο επεισόδιο μπορεί να έχει γίνει κακός, και αυτός που τώρα μοιάζει χαζούλης, στο επόμενο επεισόδιο μπορεί να αποδειχθεί Αϊνστάιν.

Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όταν μιλάμε για μία ληστεία. Γιατί τυπικά σε μία ληστεία υπάρχουν οι «καλοί» αστυνομικοί και οι «κακοί» ληστές. Όμως στο Casa de Papel είναι συχνά πολύ δύσκολο να αποφασίσεις ποιανού από τους δύο το μέρος πρέπει να πάρεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εγκληματικά τρελός Μπερλίν είναι ένα από τα πιο αγαπητά πρόσωπα της σειράς, ενώ το πιο αντιπαθητικό, και με μεγάλη διαφορά από τον επόμενο, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ο Αρτουρίτο, ο άνθρωπος που θα έλεγα ότι έχει την πιο νορμάλ αντίδραση για όμηρο ληστείας: φρικάρει και σε κάθε ευκαιρία ψάχνει τρόπο να αποδράσει. Αλλά είναι ανυπόφορος. Απλά ανυπόφορος.

Ανατροπές και αναποδιές

Φυσικά, ακόμα και οι άψογοι χαρακτήρες θέλουν ένα καλό σενάριο για να δουλέψουν. Και το σενάριο του Casa de Papel είναι γεμάτο από αυτές τις ανατροπές που περιμένεις σε ένα τέτοιου είδους σίριαλ, οι οποίες συνήθως συμβαίνουν προς το τέλος του επεισοδίου, ώστε να μην αντέχεις να μη δεις και το επόμενο, και το ένα επεισόδιο φέρνει το άλλο, και ξαφνικά έχει πάει 5 τα ξημερώματα και δεν έχεις ακόμα κοιμηθεί.

Μάλιστα, είναι πολύ θετικό ότι η δράση ξεκινά ήδη από το πρώτο επεισόδιο, όχι όπως συμβαίνει σε άλλα σίριαλ που «χτίζουν» τους χαρακτήρες τους στα πρώτα δυο-τρία αναγνωριστικά επεισόδια. Στο Casa de Papel η γνωριμία με τους πρωταγωνιστές δε γίνεται από την αρχή, αλλά σταδιακά, επεισόδιο με το επεισόδιο. Και κάθε φορά μαθαίνεις και κάτι καινούργιο.

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι το σενάριο είναι το πιο αδύναμο σημείο του Casa de Papel. Από ένα σημείο και μετά συμβαίνουν εξωφρενικά πράγματα, που όσο κι αν είσαι διατεθειμένος να τα αγνοήσεις επειδή σε έχει συνεπάρει η δράση, δεν μπορείς να μην τα προσέξεις. Προσπαθώντας να αποφύγω τα spoilers, θα αναφέρω απλά τις σκηνές με το νοσοκομείο και με το… ιπτάμενο φλιτζάνι ως χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως τα όσα συμβαίνουν στο νομισματοκοπείο και κυρίως γύρω από αυτό εξυπηρετούν λιγότερο την αληθοφάνεια, και περισσότερο την ανάγκη να προχωρήσει πάση θυσία η πλοκή. Το αν θα συγχωρήσει κανείς αυτά τα λογικά άλματα ή θα τα αφήσει στην άκρη για να απολαύσει τη σειρά, είναι στο χέρι του θεατή.

Κάτι ακόμα που θα πρέπει να επισημάνω είναι το έντονο στοιχείο του σεξ στη σειρά. Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι όλοι το κάνουν με όλους και ότι το «Χάρτινο Σπίτι» (όπως είναι η κυριολεκτική μετάφραση του Casa de Papel) είναι στην πραγματικότητα το Σπίτι με το Κόκκινο Φωτάκι. Και μολονότι είναι κατανοητό να πρέπει να υπάρχει και ένα συναίσθημα και λίγο γυμνό για να πιάσουμε όλα τα κοινά, κάποιες από τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός και εκτός του νομισματοκοπείου είναι κάπως… αμήχανες, για να το πω ευγενικά. Σαν να πρέπει ντε και καλά να ταιριάξουν χαρακτήρες που δεν έχουν χημεία, απλά και μόνο επειδή πρέπει να προχωρήσει η πλοκή. Ε, και κάποιες φορές το αποτέλεσμα είναι μάλλον κωμικό.

Η Ευρώπη συναντά την Αμερική

Πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του σίριαλ έχει να κάνει με το γεγονός ότι, ως ισπανική παραγωγή που κινείται σε αμερικανικά πρότυπα, συνδυάζει τα θετικά στοιχεία δύο διαφορετικών κόσμων: πολυδιάστατοι χαρακτήρες και ατμόσφαιρα που θυμίζει ευρωπαϊκό κινηματογράφο, αλλά και σεναριακά κόλπα και προσεγμένες λεπτομέρειες που παραπέμπουν σε κορυφαία αμερικανικά σίριαλ των τελευταίων ετών.

Δεν είναι τυχαίο που το Casa de Papel έχει γνωρίσει τέτοια επιτυχία. Δεν είναι τυχαίο που οι χαρακτηριστικές μάσκες της ληστείας με τον Σαλβαδόρ Νταλί έχουν γίνει ανάρπαστες. Δεν είναι τυχαίο που μια ολόκληρη γενιά ανακαλύπτει ξανά το αντάρτικο τραγούδι Bella Ciao, το οποίο παίζει έναν σημαντικό ρόλο στο σίριαλ. Δεν είναι τυχαίο που το Netflix έσπευσε να εξασφαλίσει και τρίτο κύκλο. Είναι οι λεπτομέρειες που το κάνουν να ξεχωρίζει.

Το συμπέρασμά μου είναι ότι ναι, το Casa de Papel αξίζει τον ντόρο που έχει προκαλέσει. Παρά τις όποιες παραφωνίες του, είναι ένα σίριαλ που σε κρατάει μέχρι την τελευταία στιγμή, που σου ανοίγει τόσα πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, ώστε δεν μπορείς να το βαρεθείς. Και δε θα πω ψέματα: Ζηλεύω όποιον ξεκινά τώρα το σίριαλ, και έχει μπροστά του όλες αυτές τις ανατροπές και τις συγκινήσεις που ακολουθούν, χωρίς να ξέρει τι θα γίνει στο φινάλε. Μου έχει ήδη λείψει αυτή η προσμονή.