Την ώρα που ο Γιουσέιν Μπολτ ασχολείται με το πώς θα καταφέρει να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και θα εξασφαλίσει μια θέση στο ρόστερ κάποιας (οποιασδήποτε) ομάδας, ο στίβος αναζητά το νέο του αστέρι, που συνήθως αναδεικνύεται από τα 100άρια και 200άρια σπριντ και όχι από κάποια άλλα αγωνίσματα, ακόμη και τα δρομικά. Ο Νοτιοαφρικανός Γουέιντ φαν Νίεκερκ δείχνει αυτήν τη στιγμή να είναι ο υποψήφιος να διαδεχθεί τον Τζαμαϊκανό, αλλά έχει ακόμη δρόμο να διανύσει, παρά το γεγονός ότι σπάει τα χρονόμετρα στα 400 μέτρα.

Όπως και να έχει, εάν κάποιος δεν πρωταγωνιστεί στην κούρσα της μιας ανάσας, όπως συνηθίζεται να λέγεται το «100άρι», τότε δύσκολα θα στρέψει σε τέτοιο βαθμό τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του, όπως ο Μπολτ, ή οι Τζάστιν Γκάτλιν, Μόρις Γκριν και Ντόνοβαν Μπέιλι στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Μάλιστα, εξακολουθεί να επικρατεί και ένας κατά κάποιον τρόπο φαλλοκρατισμός, καθώς οι γυναίκες με πολλή δυσκολία μπαίνουν σε αυτήν την εξίσωση. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων (κυρίως) όσο και στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα Στίβου, η στιγμή που το ενδιαφέρον του κόσμου απογειώνεται, είναι όταν μπαίνουν στον βατήρα οι οκτώ μυώδεις τύποι, για να ολοκληρώσουν μια διαδρομή γύρω σε λιγότερο από 10 δευτερόλεπτα.

Αυτό το… φαινόμενο δεν είναι κάτι καινούριο. Έχει παρατηρηθεί από πολύ παλιά. Όταν η τηλεόραση είχε κάνει για τα καλά την «εισβολή» της στα σπίτια του περισσότερου κόσμου, ο οποίος πάντα έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τις κορυφαίες αθλητικές διοργανώσεις. Μια από τις κούρσες που τράβηξε επάνω της εκατομμύρια βλέμματα στον πλανήτη, ήταν αυτή για τα 100 μέτρα Ανδρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988. Και όχι άδικα, γιατί σε αυτήν αναμενόταν ότι θα συμβεί κάτι σπουδαίο, κάτι μεγάλο, το οποίο θα μνημονεύεται για πολλά χρόνια μετά. Και πράγματι, έτσι έγινε, αλλά όχι απαραίτητα για τους σωστούς λόγους…

Όταν ο Μπεν Τζόνσον σόκαρε τον πλανήτη…

Ήταν 24 Σεπτεμβρίου 1988, όταν οκτώ από τους πιο γρήγορους ανθρώπους του πλανήτη ήταν έτοιμοι να πάρουν θέση για την «κούρσα του αιώνα» στο Ολυμπιακό Στάδιο της Σεούλ. Από αυτούς ξεχώριζαν δύο, τα μεγάλα αστέρια: ο Μπεν Τζόνσον που εκπροσωπούσε τον Καναδά και ο Καρλ Λιούις, το μεγάλο όνομα των ΗΠΑ. Ισχυρό αουτσάιντερ, αλλά ικανός να χαλάσει το… πάρτι των δύο, ο Λίνφορντ Κρίστι, με τα χρώματα της Μεγάλης Βρετανίας. Στον τελικό θα έπαιρναν μέρος τρεις Τζαμαϊκανοί, αλλά μόνο ο Ρέι Στιούαρτ θα φορούσε φανέλα και σορτσάκι με τα κίτρινα, πράσινα και μαύρα χρώματα, καθώς οι Τζόνσον και Κρίστι είχαν πάρει… μεταγραφή.

Η ανυπομονησία είχε χτυπήσει… κόκκινο, λίγο πριν δοθεί η εκκίνηση. Αυτό που θα έβλεπε ο κόσμος λίγο αργότερα ήταν πρωτόγνωρο, καθώς ο Τζόνσον έφτασε στον τερματισμό σε 9,79 δευτερόλεπτα, λες και είχε ανάψει το τούρμπο. Όσοι τον ακολούθησαν, με εξαίρεση τον Στιούαρτ, που έμεινε στα μέσα της διαδρομής με θλάση, κατέγραψαν επίσης εντυπωσιακούς χρόνους. Ο Λιουίς τερμάτισε σε 9.92, ο Κρίστι σε 9,97 και ο Κάλβιν Σμιθ από τις ΗΠΑ έβγαινε τέταρτος, έχοντας επίσης σπάσει το φράγμα των 10 δευτερολέπτων (9.99)! Το παγκόσμιο ρεκόρ που κατείχε ο νικητής είχε γίνει θρύψαλα… Απίστευτα πράγματα για την εποχή, κι όμως πέρα για πέρα αληθινά.

Και τον σόκαρε ξανά, περισσότερο, λίγες ώρες μετά

«Το όνομά μου είναι Μπέντζαμιν Σινκλέρ Τζόνσον τζούνιορ και αυτό το παγκόσμιο ρεκόρ θα διαρκέσει 50, ίσως και 100 χρόνια», είπε με αρκετή δόση ναρκισσισμού ο γεννηθείς στη… Γαλατία των σπριντ, το Τρελόουνι Πάρις (εκεί όπου γεννήθηκε μεταξύ άλλων και ο Μπολτ). «Και ακόμα κι εάν κάποιος το “σπάσει” μπορεί να κερδίσει ένα παγκόσμιο ρεκόρ, όμως το χρυσό μετάλλιο είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει», συμπλήρωσε. Αλλά, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η διάψευση θα ερχόταν μόλις λίγες ώρες μετά τη μεγάλη του εμφάνιση.

Τρεις ημέρες αργότερα, ήρθε η αποκαθήλωσή του, καθώς βρέθηκε θετικός στην ουσία στανοζολόλη. Το χρυσό μετάλλιο του αφαιρέθηκε άμεσα και πήγε στη συλλογή του μεγάλου του αντιπάλου, του Λιούις, που είχε τερματίσει δεύτερος στην κούρσα και θεωρητικά… καθαρός. Όπως αποδείχτηκε πολλά χρόνια αργότερα, και ο Αμερικανός ήταν ντοπέ μερικούς μήνες πριν από τους αγώνες στην πρωτεύουσα της Νοτίου Αφρικής, ωστόσο η υπόθεση αυτή δεν πήρε τις διαστάσεις με αυτήν του Τζόνσον.

Ο άνθρωπος που πήγε στον Καναδά ως ξένος και μετατράπηκε σε «ήρωα» και «εθνικό θησαυρό» κατά την εφημερίδα «Toronto Star», έγινε ξανά -μέσα σε λίγες ώρες- απλώς ένας… Τζαμαϊκανός. Από το ευχαριστήριο τηλεφώνημα του πρωθυπουργού για τη μεγάλη επιτυχία , που μεταδόθηκε live, ο Τζόνσον μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο. Ο ίδιος άνθρωπος που έκανε λόγο για εθνική υπερηφάνεια, μίλησε για «ημέρα θλίψης». Όσο για τα αδηφάγα ΜΜΕ, είχαν πλέον ένα πολύ καλό θέμα να πουλήσουν. Χαρακτηριστικό ήταν το πρωτοσέλιδο της «Ottawa Citizen» με το «Σε ευχαριστούμε μπάσταρδε»…

Η αρχική άρνηση, η παραδοχή και το παράπονο

Ο Μπεν Τζόνσον ένιωθε αδικημένος και πίστευε πως του την είχαν στημένη, προκειμένου να ευνοηθεί ο Καρλ Λιούις. Ίσως το γεγονός ότι «έγραψε» επίδοση για… δύο δεκαετίες αργότερα, να ήταν κάτι που δεν άντεχε η εποχή. Επίσης, το ότι σχεδόν όλοι οι χρόνοι εκείνης της κούρσας είχαν κατρακυλήσει τόσο πολύ, άφηνε πολλές υποψίες ότι όχι μόνο ο Τζόνσον, αλλά και άλλοι από τους οκτώ πρωταγωνιστές, είχαν κάνει κάτι… ύποπτο.

Από την πλευρά του, ο Καναδός αρχικά υποστήριξε πως δεν είχε πάρει κάποια απαγορευμένη ουσία εν γνώσει του. Στη συνέχεια ανέφερε ότι ίσως το «κακό» είχε συμβεί από την κατανάλωση μιας μπίρας με παράξενη γεύση που του έδωσε να πιει ένας άγνωστος άντρας στην αίθουσα ελέγχου. Τελικά, έναν χρόνο μετά, παραδέχτηκε ότι όντως έκανε χρήση αναβολικών ουσιών, αλλά δεν χρησιμοποίησε ποτέ αυτήν στην οποία βρέθηκε θετικός.

Σε συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα, ο Τζόνσον αναφέρθηκε σε όσα ο περισσότερος κόσμος υποψιάζεται για το τοπίο γύρω από τη ζωή ενός αθλητή που καλείται να πρωταγωνιστήσει. «Κλέβεις όταν καταφεύγεις σε μέσα που δεν χρησιμοποιούν οι υπόλοιποι. Εγώ απλά ήμουν καλύτερός τους. Ούτε καν τώρα δεν μπορούν να τρέξουν τόσο γρήγορα όσο έτρεχα εγώ 25 χρόνια πριν. Σε μια εποχή που όλα είναι βελτιωμένα. Ο στίβος, τα παπούτσια, οι γιατροί…».

Με τον ίδιο να προσθέτει: «Όλοι καταλαβαίνουν πως είναι ντοπαρισμένοι. Κι όμως, ακόμη κι έτσι, οι περισσότεροι συνεχίζουν να είναι πιο αργοί από εμένα». Πράγματι, με αυτό το 9.79 θα ήταν στα μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Σε μια κούρσα που τόσο ο δεύτερος, Γιόχαν Μπλέικ (Τζαμάικα), όσο και ο τρίτος, Τζάστιν Γκάτλιν (ΗΠΑ), έχουν βρεθεί ντοπαρισμένοι σε κάποια στιγμή της καριέρας τους…

Οι έξι από τους οκτώ ντοπέ, αλλά ο μόνος που πλήρωσε το «μάρμαρο»

Ο Καρλ Λιούις είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του για τον μεγάλο του αντίπαλο πως «παρατήρησα ότι τα μάτια του ήταν πολύ κίτρινα. Αυτό είναι σημάδι της χρήσης στεροειδών». Όμως, το 2003, ένας Αμερικανός έφερε στο φως στοιχεία που έδειχναν ότι και ο συμπατριώτης του δεν ήταν τόσο… αθώος. Ο Γουέντ Έξουμ, υψηλόβαθμο στέλεχος της Ολυμπιακής Επιτροπής των ΗΠΑ ουσιαστικά απέδειξε ότι και ο κάτοχος του χρυσού μεταλλίου εκείνων των Ολυμπιακών Αγώνων είχε βρεθεί θετικός σε χρήση αναβολικών, λίγους μήνες πριν ταξιδέψει στη Σεούλ. Η υπόθεση αυτή τελικά συγκαλύφθηκε από τις αρμόδιες Αρχές της χώρας  και το μεγάλο αστέρι της τη γλίτωσε.

Εκτός από τους Τζόνσον και Λιούις και άλλοι τέσσερις από τους υπόλοιπους έξι φιναλίστ βρέθηκαν κάποια στιγμή στην καριέρα τους μπλεγμένοι σε υπόθεση αναβολικών, χωρίς όμως να τιμωρηθούν. Ο Λίνφορντ Κρίστι, που κατέκτησε το χρυσό στο αγώνισμα τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, ο Αμερικανός Ντένις Μίτσελ, τέταρτος στη Νότια Κορέα, ο γεννηθείς στο Σεντ Κιτς εντ Νέβις και επίσης πολιτογραφημένος Καναδός, Ντεσάι Ουίλιαμς (έκτος), αλλά και ο άτυχος του αγώνα, ο Τζαμαϊκανός Ρέι Στιούαρτ (έβδομος). Μόνο ο τελικά «χάλκινος» Κάλβιν Κρίστι από τις ΗΠΑ και ο Βραζιλιάνος Ρόμπσον ντα Σίλβα (πέμπτος) δεν αναφέρθηκαν ποτέ για παράτυπη υποβοήθηση.

Έτσι, η «κούρσα του αιώνα» μετατράπηκε στον «πιο βρώμικο αγώνα στην ιστορία  του στίβου». Ενδεχομένως και άδικα, γιατί τα σκάνδαλα ντόπινγκ στις επόμενες δεκαετίες δεν ήταν και λίγα. Όσο για τον Τζόνσον, θα του μείνει για πάντα η «ρετσινιά» του ανθρώπου που του αφαιρέθηκε το χρυσό μετάλλιο επειδή βρέθηκε ντοπέ, παρόλο που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ο μόνος. Πώς να μην αισθάνεται το κορόιδο αυτής της ιστορίας;