Το Μουντιάλ 1982, το οποίο διεξήχθη στην Ισπανία, έμεινε στην ιστορία ως αυτό του Πάολο Ρόσι που οδήγησε στον θρίαμβο την Ιταλία. Έμεινε στην ιστορία ως αυτό στο οποίο άλλαξε για πάντα το στυλ ποδοσφαίρου της Βραζιλίας, γεγονός σημαντικό, φυσικά, για όλο το άθλημα. Σε ό,τι αφορά τη… δική μας γειτονιά όμως, την Ελλάδα, ο τελικός ανάμεσα στη Σκουάντρα Ατζούρα και τη Γερμανία έμεινε στην ιστορία λόγω της αξέχαστης περιγραφής του σπουδαίου Γιάννη Διακογιάννη, τις ατάκες του οποίου όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε αναφέρει κάποια στιγμή πάνω σε μια συζήτηση…

Ξεχώριζε πάντα για τις γνώσεις του, οι οποίες δεν περιορίζονταν στο ποδόσφαιρο. Κάθε φορά, σε κάθε αγώνα, φρόντιζε πάντα στην πρώτη σύνδεση με το γήπεδο να βάλει τους πάντες στο κλίμα λέγοντας δυο λόγια για την πόλη, για την ιστορία της, για κάποια σημαντική προσωπικότητα που είχε αναδειχθεί εκεί. Και όλα αυτά, χρησιμοποιώντας πάντα άψογα την ελληνική γλώσσα. Ο Διακογιάννης υπήρξε ένας δημοσιογράφος που λάτρευε το να περιγράφει αγώνες, όπως λάτρευε, επίσης, να μισεί τους Γερμανούς. Και δεν το έκρυβε. Ποτέ δεν έκρυβε τα οπαδικά του αισθήματα, φροντίζοντας έτσι να… ξηγηθεί από την αρχή με τους τηλεθεατές ή ακροατές. Οι καλοί λογαριασμοί, άλλωστε, κάνουν τους καλούς φίλους.

Στις 11 Ιουλίου 1982, επομένως, δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποια ομάδα υποστήριζε ο Διακογιάννης. Η μόνη αμφιβολία που υπήρχε ήταν αν ο τελικός θα άρεσε σε όσους τον παρακολουθούσαν. «Ευρωπαϊκός τελικός, όπως λέγαμε. Δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε καλύτερο θέαμα», ήταν τα λόγια του στο 57ο λεπτό και καθώς οι Ιταλοί ετοιμάζονταν να εκτελέσουν ένα φάουλ από δεξιά. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η έκρηξη: Το γκολ του Ρόσι για το 1-0. Και από εκεί και πέρα, ένα κρεσέντο, ένα ρεσιτάλ της Ιταλίας και του Διακογιάννη.

«Ο Κόντι, την πατάει, αφήνει στον Ρόσι, την αφήνει στον Σιρέα, την πατάει για τον Μπέργκομι, ξανά Σιρέα»

Στο δεύτερο γκολ των Ατζούρι, ο Έλληνας σπορκάστερ είναι σαν να παίζει μαζί τους, σαν να είναι μέσα στο γήπεδο και να αλλάζει πάσες μαζί τους, όσο η Ιταλία «χτίζει» τη φάση του 2-0, τόσο «χτίζει» και την έντασή του ο Διακογιάννης, για να έρθει τελικά η έκρηξη στο σουτ του Ταρντέλι που κατέληξε στα δίχτυα. Ποιος Έλληνας δημοσιογράφος, είτε σε συζήτηση με συναδέλφους είτε… μόνος του, δεν έχει περιγράψει έστω μία φορά αυτή τη φάση επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Διακογιάννη;

Ποιος μπορεί να ξεχάσει την ατάκα του για «το ποδόσφαιρο του μπρίο και της φαντασίας κόντρα στο ποδόσφαιρο των ρομπότ», θέλοντας να δείξει τη διαφορά στη νοοτροπία των δύο ομάδων, των δύο λαών. Κι όλα αυτά, όχι με τις υπερσύγχρονες σημερινές συνθήκες, όπου ο σπορκάστερ νομίζεις πως είναι στο στούντιο ακόμη κι αν βρίσκεται στο γήπεδο. Τότε καταλάβαινες αμέσως από τον ήχο της μετάδοσης ότι το παιχνίδι γινόταν στο εξωτερικό, η ατμόσφαιρα που περνούσε μέσα από την τηλεόραση ήταν πολύ πιο έντονη, πολύ πιο «ζωντανή».

Και ακριβώς έτσι ήταν και οι περιγραφές του Διακογιάννη, όπως αυτή στον τελικό του 1982. Πιο έντονη, πιο ζωντανή, γι’ αυτό και παραμένει αξέχαστη…