Το Μουντιάλ 2022 στο Κατάρ είναι το θέμα άρθρου της Neue Zürcher Zeitung, σύμφωνα με την οποία «οι εποχές που μπορούσες ακόμα να πίνεις μπύρα και να φυσάς τη βουβουζέλα σου μπροστά στην τηλεόραση φαίνεται πως έχουν τελειώσει». Μάλιστα, σύμφωνα με την εφημερίδα της Ζυρίχης, οι περισσότεροι αρθρογράφοι συμφωνούν πως «οι υπεύθυνοι πολίτες, που καταναλώνουν υπεύθυνα και βιώσιμα, πρέπει να απέχουν από το Παγκόσμιο Κύπελλο», ενώ οι πιο μετριοπαθείς δηλώνουν πως «μπορεί κανείς να παρακολουθήσει το τουρνουά, αλλά με κακό προαίσθημα».

Έτσι πολλές πόλεις στην Ευρώπη έχουν αποφασίσει να μην οργανώσουν δημόσιες προβολές των αγώνων, ενώ μια δημοσκόπηση τoυ περιοδικού Der Spiegel δείχνει ότι 70 τοις εκατό των Γερμανών δεν θα παρακολουθήσουν το τουρνουά. Σε σύγκριση με το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας, το 77 τοις εκατό των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι το ενδιαφέρον τους έχει μειωθεί – το 63 τοις εκατό δήλωσε πως «σίγουρα» έχει μειωθεί. Από την άλλη, μόνο το δύο τοις εκατό είπε ότι το ενδιαφέρον τους για το τουρνουά έχει αυξηθεί.

Οι λόγοι για τη γενική πτώση του ποδοσφαιρικού ενθουσιασμού είναι διαφορετικοί. Ο πιο συχνός, σε ποσοστό 57 τοις εκατό, είναι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εμιράτο.

Όμως σύμφωνα με τη NZZ «οι φωνές για μποϊκοτάζ του Μουντιάλ φαντάζουν υποκριτικές». «Το Κατάρ έχει ήδη φιλοξενήσει πολλά αθλητικά γεγονότα: διεθνή τουρνουά τένις, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου, αγώνες Formula 1. Αν αναλογιστεί κανείς την ηρεμία του κοινού μπροστά σε αυτά τα γεγονότα, εκπλήσσεται λιγάκι από την ευσυνειδησία που ξαφνικά εξαπλώνεται», σημειώνει η εφημερίδα, σύμφωνα με τη Deutsche Welle.

«Όποιος πιστεύει ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο φέτος για λόγους συνείδησης θα έπρεπε να μποϊκοτάρει πολλά περισσότερα. Κινέζικα προϊόντα, για παράδειγμα, για να μην υποστηρίξει τη δίωξη των Ουιγούρων. Ή το Champions League, στο οποίο συμμετέχει και το Κατάρ. Ή θα έπρεπε να αναρωτηθεί κανείς πώς θα μπορούσε να παρακολουθήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν.» Οι τρέχουσες συνειδησιακές ενοχές, σύμφωνα με την NZZ, είναι τόσο επιλεκτικές που δύσκολα μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη.