Προσωρινά κρατούμενη κρίθηκε το μεσημέρι της Πέμπτης (24/11) μετά την απολογία της με ομόφωνη απόφαση του τακτικού Ανακριτή και της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, η 45χρονη οικιακή βοηθός η οποία ομολόγησε πως σκότωσε τέσσερα άτομα που φρόντιζε αλλά και την απόπειρα δολοφονίας του παιδιού της σε ηλικία ενός έτους.

Η 45χρονη η οποία κατηγορείται για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική για την δολοφονία της 75χρονης κατάκοιτης που φρόντιζε προέβαλε τον ισχυρισμό περί μειωμένου καταλογισμού λόγω σχιζοφρένειας.

Όπως επισημαίνει η Δημοκρατική η κατηγορούμενη υπέβαλε στοιχεία από προηγούμενες ιατρικές γνωματεύσεις της και από τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρικά ιδρύματα ενώ είχε υποβληθεί αίτημα για τη διενέργεια ιατρικής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που δεν έχει ικανοποιηθεί ακόμη.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι θα μεταφερθεί στις φυλακές του Κορυδαλλού και εκεί θα διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη.

Η 45χρονη υποστήριξε ότι προέβη στα εγκλήματα που ομολόγησε καθώς είχε διακόψει την φαρμακευτική της αγωγή που της προκαλούσε καταστολή και αδυναμία να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της ως οικιακής βοηθού.

Το σπίτι όπου σκότωσε την 75χρονη

Τι είπε στην απολογία της

Στην απολογία της η κατηγορούμενη μίλησε μεταξύ άλλων και για 21 ετών σήμερα παιδί της, επισημαίνοντας ότι παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία και επειδή δεν ήταν εύκολο να διαχειριστεί την μητρότητα αποπειραθεί να το πνίξει όταν αυτό ήταν ενός έτους. Τη στιγμή εκείνη άκουγε συνεχώς φωνές, πράγμα που την έκανε να χάνει τα λογικά της, δήλωσε.

Όταν συνειδητοποίησε την πράξη της, όπως υποστήριξε, κάλεσε η ίδια την Αστυνομία.

Μετά από την απόπειρα δολοφονίας του παιδιού της νοσηλεύτηκε για αρκετά χρόνια στο ψυχιατρείο της Λέρου και λάμβανε πάρα πολύ δυνατή φαρμακευτική αγωγή ενώ πήρε εξιτήριο όταν οι θεράποντες ιατροί της αλλά και η ίδια πίστευαν ότι είχε ξεπεράσει τα ψυχολογικά της προβλήματα.

Στη συνέχεια, δήλωσε πως γνώρισε κάποιον με τον οποίο σύναψε σχέση και λίγο αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι ηλικίας σήμερα 15 ετών το οποίο έχει δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια σε άλλο νησί της Δωδεκανήσου.

Όταν έφυγε από το ψυχιατρείο της Λέρου και για να εξασφαλίσει τα προς το ζην εργαζόταν σε σπίτια και φρόντιζε ηλικιωμένους είπε και υποστήριξε ότι η εργασία αυτή της άρεσε.

Ωστόσο, όμως σημείωσε πως πολλές φορές συνέχιζε να ακούει φωνές και να βλέπει περίεργες σκιές και έτσι πάλι νοσηλεύτηκε σε Ψυχιατρικό Ίδρυμα της Κρήτης, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια.

Μετά από το ψυχιατρείο της Κρήτης, και θέλοντας να κάνει μια νέα αρχή βρέθηκε στην Κύπρο φροντίζοντας ηλικιωμένους μέχρι που άρχισε και πάλι να ακούει φωνές και έτσι βρέθηκε σε ένα ακόμα ξανά σε ψυχιατρείο, στην Κύπρο, όπου επίσης παρέμεινε για αρκετό διάστημα.

Φεύγοντας από το ψυχιατρείο της Κύπρου, επέστρεψε στη Ρόδο και ξεκίνησε εκ νέου να εργάζεται σε σπίτια και να φροντίζει ηλικιωμένους ανθρώπους. Όπως ισχυρίστηκε, η κατάσταση της υγείας της χειροτέρευε όταν διέκοπτε τη φαρμακευτική αγωγή, αλλά πολλές φορές έπαιρνε την πρωτοβουλία και τα σταματούσε προκειμένου να είναι λειτουργική στην εργασία της, διότι της έφερναν κατατονία, εξάντληση, ζαλάδες και υπνηλία.

Σε ό,τι αφορά στη δολοφονία της 75χρονης κατάκοιτης, υποστήριξε ότι την αγαπούσε πολύ και τη λυπούσε το γεγονός ότι συνέχεια ούρλιαζε από τους πόνους. Εκείνο το βράδυ, όπως είπε, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιμόταν ανήσυχα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες, περίπου λίγο μετά τις 6:30 το πρωί άκουγε συνεχώς μια φωνή να της λέει «λύτρωσέ την, λύτρωσέ την, υποφέρει» ισχυρίστηκε και ξεκίνησε να βλέπει και σκιές να περιφέρονται στο χώρο.

Οι φωνές, όπως είπε, της ζητούσαν να λυτρώσει την 75χρονη.

«Πλησίασα στο κρεβάτι και έβαλα το χέρι μου στο στόμα της»

Την πλησίασε στο κρεβάτι, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, έβαλε το χέρι της στόμα της ηλικιωμένης και στη συνέχεια της έκλεισε τη μύτη με σκοπό να την πνίξει και επειδή η 75χρονη κουνούσε τα χέρια της, τότε έπιασε ένα μαξιλάρι και ολοκλήρωσε την πράξη της..

Όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί κάλεσε η ίδια την Αστυνομία.

Ισχυρίστηκε ότι ήταν σε απόλυτο σοκ και πολύ φοβισμένη, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει και ανέφερε πως όταν έδωσε την πρώτη της κατάθεση στην Αστυνομία ήταν σε πανικό και αναίρεσε τον ισχυρισμό της ότι τη σκότωσε επειδή δεν την άφησε να κοιμηθεί.

«Ο μόνος λόγος που με οδήγησε στο να συμβεί αυτό το κακό ήταν οι έντονες φωνές που άκουσα εκείνο το βράδυ, που μάλιστα μετουσιώθηκαν και σε σκιές με αποτέλεσμα να με κατευθύνουν στο μοιραίο γεγονός» φέρεται να είπε και πρόσθεσε ότι ποτέ δεν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα ούτε για την 75χρονη ούτε και για κανέναν άλλον ηλικιωμένο που φρόντιζε και δήλωσε βαθιά λυπημένη.