Προάγγελος των όσων θα ακούσουμε απόψε στην Βουλή ήταν η απρογραμμάτιστη σκληρή αντιπαράθεση το βράδυ του Σαββάτου στην Βουλή, ανάμεσα στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα.

Η δεύτερη ημέρα της κοινοβουλευτικής μάχης με αφορμή την πρόταση μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, κυλούσε σχετικά ομαλά μέχρι που στο βήμα ανέβηκε ένα από τα πρόσωπα των ημερών με αφορμή την κακοκαιρία, ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Αλλαγής, Χρήστος Στυλιανίδης.

Ήδη στην αίθουσα βρισκόταν ο κ. Τσίπρας και λίγο πριν ξεκινήσει η ομιλία του υπουργού, πήρε θέση στα κυβερνητικά έδρανα ο πρωθυπουργός. Η παρουσία του εκλήφθηκε ως η ένδειξη απόλυτης στήριξης στο πρόσωπο του υπουργού του και προσωπική του επιλογή για την θέση αυτή. Της τοποθέτησης του κ. Στυλιανίδη, μιας ομιλίας απολογισμού των όσων έγιναν τις μέρες της κακοκαιρίας αλλά και με πολλά προσωπικά ξεσπάσματα ακολούθησε η παρέμβαση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο οποίος δεν φάνηκε να καλύπτεται στο ελάχιστο από τις απαντήσεις του κ. Στυλιανίδη.

Η απάντηση εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν μονόδρομος, και από τα όσα είπε απευθυνόμενος στον κ. Τσίπρα, φάνηκε ότι σήμερα το πολιτικό θερμόμετρο θα χτυπήσει κόκκινο στην Βουλή με τον κ. Μητσοτάκη από την μια να αναγνωρίζει τα λάθη που έγιναν στην διαχείριση της σφοδρής αυτής κακοκαιρίας αλλά και να θυμίζει κάθε φορά στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ το τραυματικό παρελθόν που τον καταδιώκει, ειδικά με τους νεκρούς σε Μάτι και Μάνδρα.

Η φράση του πρωθυπουργού προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Γιατί τόση αγάπη στην Αττική Οδό κ. Τσίπρα;» εκνεύρισε τον Αλέξη Τσίπρα και στόχο είχε να καταδείξει τι θα ακολουθήσει σήμερα. Όταν ο κ. Μητσοτάκης είπε απευθυνόμενος στον κ. Τσίπρα ότι η αποζημίωση των 2.000 ευρώ για κάθε πολίτη, που ο ίδιος διεκδίκησε από την Αττική Οδό, δεν αναιρεί το δικαίωμα του κάθε πολίτη να προσφύγει στην δικαιοσύνη και να διεκδικήσει περισσότερα αλλά ούτε και στο κράτος, αφαίρεσε αυτόματα από την φαρέτρα των επιχειρημάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ότι η κυβέρνηση καλύπτει την εταιρεία με αυτή την κίνηση.

Και επανερχόμενος στο Μάτι και στην Μάνδρα έφτασε εκεί που ήθελε, λέγοντας ότι το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη δείχνει το ύφος και το ήθος της εξουσίας που άσκησε ο ίδιος ως πρωθυπουργός. «Δεν ζητήσατε ποτέ συγνώμη ούτε για το Μάτι, ούτε για την Μάνδρα. Αναλάβατε κάποιους μήνες μετά, σε μια ερώτηση που σας έγινε στην ΔΕΘ την πολιτική ευθύνη. Συγνώμη, όμως δεν ζητήσατε ποτέ». Και αναφέρθηκε όπως είπε στο «άθλιο σώου που στήσατε εκείνο το βράδυ όταν γνωρίζατε ότι υπήρχαν νεκροί και βγαίνατε σε ζωντανή σύνδεση και λέγατε πότε θα πετάξουν τα αεροπλάνα, σε μια προσπάθεια να απεμπολήσετε την ευθύνη σας και τις επόμενες ημέρες μας δείχνατε τις ψηφιακές φωτογραφίες από τους δήθεν δορυφόρους του κ. Παππά για το πως αυτό ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού. Ήταν η συγκάλυψη κ. Τσίπρα και το ήθος και το ύφος της δικιάς σας εξουσίας το οποίο στιγματίσθηκε και ενεγράφη στην συνείδηση του ελληνικού λαού».

Πολιτική και αξιακή άβυσσος

Έτσι, αυτό το οποίο θα επιχειρήσει να καταδείξει μέσα από παραδείγματα του πρόσφατου και λίγο πιο μακρινού παρελθόντος θα είναι ότι υπάρχει μια πολιτική και αξιακή άβυσσος που χωρίζει την κυβέρνηση με την αξιωματική αντιπολίτευση.

Θα αναφερθεί εκτός από τις φυσικές καταστροφές επί ΣΥΡΙΖΑ, όπου πληρώθηκε βαρύς φόρος σε ανθρώπινες ζωές, και σε άλλα ζητήματα που απασχόλησαν επί μακρόν την επικαιρότητα όπως για παράδειγμα το φιάσκο της Novartis, την προσπάθεια από τον ΣΥΡΙΖΑ να χειραγωγήσει τα ΜΜΕ, τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα με τον νόμο Παρασκευόπουλου που «απελευθέρωσε» πολλούς και επικίνδυνους εγκληματίες, στα όσα έχει πει ο Παύλος Πολάκης ειδικά για την δικαιοσύνη και την απροκάλυπτη προσπάθεια να ποδηγετήσουν τους λειτουργούς της αλλά και την διαχείριση της πανδημίας με ένα ΕΣΥ διαλυμένο όταν παρέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση πριν από 32 μήνες και μέσα σε συνθήκες απόλυτης κρίσης κατάφερε να το ενδυναμώσει για να ανταπεξέλθει στην μεγαλύτερη υγειονομική κρίση όλων των εποχών για την χώρα μας.

Και φυσικά δραττόμενος της ευκαιρίας θα αναφερθεί στα όσα έχουν γίνει στον τομέα της οικονομίας επί της διακυβέρνησής του θυμίζοντας τις 16 μειώσεις φόρων, στις μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών, στην αύξηση των καταθέσεων και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και φυσικά στην ανάπτυξη που κυμάνθηκε σε συνθήκες κρίσης στο 9% το 2021 και στο 6% το 2022.

Στην διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού, στην μείωση της ανεργίας και στην στήριξη των νοικοκυριών και επιχειρήσεων μέσα σε συνθήκες και ενεργειακής κρίσης. Το δίλημμα θα είναι σαφές εκ μέρους του πρωθυπουργού: «Τσίπρας ή Μητσοτάκης».