Ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος & Ενέργειας, Γιάννης Τσιρώνης, μεταβαίνει την Τετάρτη στη Νέα Υόρκη προκειμένου να υπογράψει, εκ μέρους της Ελλάδας, την Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή σε ειδική εκδήλωση στα Ηνωμένα Έθνη, στις 22 Απριλίου.

Στην εκδήλωση θα παραστούν για να υπογράψουν την Συμφωνία αρχηγοί κρατών και υπουργοί Περιβάλλοντος από όλο τον κόσμο. Η υπογραφή της Συμφωνίας αποτελεί το πρώτο βήμα για την αποτελεσματική υλοποίηση της. Θα ακολουθήσει η επικύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια και η Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ μόλις επικυρωθεί από 55 χώρες που είναι υπεύθυνες τουλάχιστον για το 55% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η Συμφωνία προβλέπει τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη έως το 2100 πολύ κάτω από τους 2°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, στοχεύοντας στον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5° C. Επιπρόσθετα, όλα τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν νομικά δεσμευτική υποχρέωση να εφαρμόσουν εγχώρια μέτρα μετριασμού των εκπομπών τους τα οποία υπόκεινται σε περιοδικό έλεγχο της αποτελεσματικότητάς τους και περιοδική αναθεώρηση με σκοπό να καταστούν πιο φιλόδοξα.

Όπως υπογραμμίζεται από το ΥΠΕΝ, η συμφωνία αποτελεί ίσως την τελευταία ευκαιρία για να παραδοθεί στις επόμενες γενιές ένας κόσμος που θα είναι πιο σταθερός, σε ένα υγιέστερο πλανήτη, με δικαιότερες κοινωνίες και πιο ευημερούσες οικονομίες, συμβατές με το πλαίσιο της Ατζέντας 2030 του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.

Όπως έγινε γνωστό, την Πέμπτη, ο αν. υπουργός Περιβάλλοντος, Γιάννης Τσιρώνης, εκπροσωπώντας την Ελλάδα, θα συμμετάσχει σε Θεματικό Διάλογο Υψηλού Επιπέδου στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή των παγκόσμιων Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης που υιοθετήθηκαν το Σεπτέμβριο του 2015 από όλους τους Αρχηγούς Κρατών και η υλοποίηση των οποίων θα αποτελέσει προτεραιότητα για τη διεθνή κοινότητα. Όπως σημειώνεται τέλος από το ΥΠΕΝ, η επίτευξή των στόχων έως το 2030 απαιτεί ένα ριζικά διαφορετικό παγκόσμιο μοντέλο ανάπτυξης, με στόχο την ουσιαστική ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής και κοινωνικής διάστασης σε όλες τις τομεακές πολιτικές, από το στάδιο σχεδιασμού.