Ακούσαμε προ ημερών τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να αναφέρει σε ραδιοφωνική του συνέντευξη πως θα ζητήσει από τον Τούρκο ομόλογό του, Ταγίπ Ερντογάν, την άρση του casus belli εις βάρος της χώρας μας.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά μιλώντας στον Σκάι 100,3: «Για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνάψει οποιαδήποτε αμυντική συμφωνία με τρίτο κράτος (σ.σ. π.χ. με την Τουρκία) απαιτείται η ομοφωνία όλων. Εμείς θα δούμε και θα εξετάσουμε με ποιο τρόπο θα αξιοποιήσουμε αυτό το εργαλείο (σ.σ. της επιβολής τυχόν βέτο). Εάν η Τουρκία θέλει να μπει στα ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα, τότε θα πρέπει να λάβει υπόψη τις δικές μας ανησυχίες. Θα ζητήσουμε ευθέως από τους Τούρκους φίλους μας να βγάλουν από το τραπέζι το casus belli ύστερα από 30 χρόνια, θα το πω και κατ’ ιδίαν στον Ταγίπ Ερντογάν. Τους επόμενους μήνες θα γίνει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, αναζητούμε πιθανές ημερομηνίες. Αυτές οι συναντήσει είναι χρήσιμες, πρέπει να έχουμε ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας».
Τι είναι όμως αυτό το casus belli;
Η φράση casus belli προέρχεται από τη λατινική γλώσσα και σημαίνει «αιτία πολέμου». Στη διεθνή διπλωματία, χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν λόγο ή αφορμή που ένα κράτος θεωρεί τόσο σοβαρή, ώστε να δικαιολογεί την προσφυγή στον πόλεμο.
Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το casus belli αφορά την απόφαση που έλαβε η τουρκική Βουλή το 1995, σύμφωνα με την οποία η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, θεωρείται αιτία πολέμου. Δηλαδή, η Τουρκία δηλώνει ότι αν η Ελλάδα ασκήσει αυτό το δικαίωμα, που προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του ΟΗΕ – UNCLOS), τότε θα αντιδράσει με στρατιωτικά μέσα, κοινώς θα μας κηρύξει τον πόλεμο. Αυτή η απειλή παραμένει σε ισχύ έως και σήμερα, δημιουργώντας μια διαρκή ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.
Για την Ελλάδα, αποτελεί ένα ξεκάθαρο στοιχείο απειλής και παραβίασης των κανόνων καλής γειτονίας, αφού αμφισβητεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται διεθνώς. Η Άγκυρα όμως δηλώνει πως «ουδείς μπορεί να μας φυλακίσει στα χωρικά ύδατα μίας χώρας μικρότερης από εμάς» εννοώντας πως εάν επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα από τα 6 ναυτικά μίλια στα 12, όπως επαναλαμβάνουμε προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, τότε πολλά σημεία στο Αιγαίο Πέλαγος θα κλείσουν για εκείνη. Δηλαδή, φοβάται πως θα περιοριστεί η δυνατότητά της να κινείται ελεύθερα με πλοία (στρατιωτικά ή εμπορικά) στο Αρχιπέλαγος, γιατί θα χρειάζεται συνεχώς άδεια για να περάσει από περιοχές που θα ανήκουν πια στην ελληνική επικράτεια. Επίσης, θεωρεί άδικο ότι μια χώρα με μικρότερο γεωγραφικό μέγεθος, όπως η Ελλάδα, θα αποκτήσει τόσο εκτεταμένο θαλάσσιο χώρο.
Τι αναφέρει το επίμαχο ψήφισμα της τουρκικής Βουλής
Η απειλή περί casus belli εις βάρος μας, θεσμοθετήθηκε από την Άγκυρα τον Ιούνιο του 1995, λίγες ημέρες μετά την κύρωση της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας από τη Βουλή των Ελλήνων (Νόμος 2321/1995, ΦΕΚ Α΄136/23.06.1995), ένα σημαντικό νομικό κείμενο που μας δίνει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.
Ως απάντηση λοιπόν, η «Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση», όπως αποκαλείται το Κοινοβούλιο της γείτονος, εξέδωσε το εξής ψήφισμα: «Οι ισορροπίες στην κοινή θάλασσα του Αιγαίου μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος έχουν καθορισθεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923. Κατά την ημερομηνία αυτή τα χωρικά ύδατα και των δύο χωρών καθορίστηκαν ως 3 ναυτικά μίλια.
Η Ελλάδα την 8η Οκτωβρίου 1936, επεκτείνοντας τα χωρικά της ύδατα στα έξι μίλια, απέκτησε το 43,68% του Αιγαίου, ενώ τα τουρκικά χωρικά ύδατα στο Αιγαίο, που επεκτάθηκαν σε 6 μίλια το 1964, αντιστοιχούν περίπου στο 7% του Αιγαίου.
Η Ελλάδα, τελευταίως, εξέφρασε την επιθυμία να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, επωφελούμενη από ορισμένες διατάξεις της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας, οι οποίες αναφέρονται, κατ’ αρχήν, σε ανοιχτές (δηλ. μη περίκλειστες) θάλασσες και ωκεανούς. Σε περίπτωση που αυτό πραγματοποιηθεί, η Ελλάδα θα έχει στην κυριαρχία της το 72% του Αιγαίου.
Δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί η Τουρκία ότι θα διεξάγει τη θαλάσσια επικοινωνία της με τις ανοιχτές θάλασσες και τους ωκεανούς διά μέσου των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Η τουρκική εθνοσυνέλευση, αν και ελπίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα αποφασίσει την επέκταση των χωρικών υδάτων της στο Αιγαίο πέραν των έξι μιλίων, κατά τρόπο που θα διαταράξει την ισορροπία που καθορίσθηκε στη Λωζάνη, αποφάσισε να εκχωρήσει στην τουρκική κυβέρνηση όλες τις αρμοδιότητες, περιλαμβανομένων και αυτών που θα κριθούν αναγκαίες από στρατιωτική άποψη, για τη διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας μας. Ακόμη δε, αποφάσισε να γνωστοποιήσει την εκχώρηση αυτή, με φιλικά αισθήματα στην ελληνική και την παγκόσμια κοινή γνώμη».
Το ψήφισμα επί της ουσίας αναπαρήγαγε τις βασικές τουρκικές θέσεις για το Αιγαίο. Δηλαδή, ότι η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 δημιούργησε μία ισορροπία μεταξύ των δύο κρατών, ότι η Ελλάδα παραβίασε την ισορροπία αυτή το 1936 με την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 6 μίλια και ότι η Άγκυρα δεν πρόκειται να δεχθεί επέκταση στα 12 μίλια, διότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στα ζωτικά της συμφέροντα στο Αιγαίο.

Λογικά κενά και υπεραπλουστεύσεις
Όπως αναφέρει στο κατατοπιστικό βιβλίο του «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» (εκδόσεις Πατάκη) ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελος Συρίγος, το ψήφισμα αυτό χαρακτηριζόταν από λογικά κενά, υπεραπλουστεύσεις και προβληματικά σημεία:
Αν και αναφερόταν η προσήλωση στις ισορροπίες που είχε καθιερώσει η Συνθήκη της Λωζάνης, γινόταν αποδεκτό ότι οι ισορροπίες αυτές είχαν ήδη ανατραπεί από την Ελλάδα το 1936 και από την Τουρκία το 1964, με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 6 μίλια. Συν τοις άλλοις, η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν περιείχε διατάξεις για τα χωρικά ύδατα που είχαν συνταχθεί για να εφαρμοσθούν μόνον σε ανοιχτές θαλάσσιες περιοχές (όπως οι ωκεανοί) που αναφέρει η γείτονα χώρα. Η πρόβλεψη για επέκταση έως 12 μίλια, προβλέπεται αδιακρίτως για όλες τις περιοχές του κόσμου. «Εξ άλλου, η άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι και εθιμικός κανόνας. Η πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα διά μέσου των χωρικών υδάτων άλλων χωρών δεν έχει δημιουργήσει προβλήματα (π.χ. τα κράτη της Βαλτικής διασχίζουν τα δανέζικα, τα σουηδικά ή τα γερμανικά χωρικά ύδατα προκειμένου να φθάσουν στη Βόρειο Θάλασσα, τα δε κράτη του Αραβικού Κόλπου διασχίζουν τα χωρικά ύδατα του Ομάν ή του Ιράν προκειμένου να φθάσουν στην ανοιχτή θάλασσα). Τέλος, και αυτό ήταν πιο σοβαρό, η αναφορά σε στρατιωτικά μέτρα που είχε αρμοδιότητα, πλέον, να λάβει η τουρκική κυβέρνηση, αποτελούσε ευθεία παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το άρθρο 2.4 του οποίου αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου (jus cogens)» σημειώνει ο κ. Συρίγος.
Στο άρθρο ορίζεται σαφώς ότι: «Πάντα τα Μέλη θα απέχωσι εις τας διεθνείς αυτών σχέσεις της απειλής ή χρήσεως βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητος ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οιουδήποτε Κράτους ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον ασυμβίβαστον προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών».
Επιπλέον, η απειλή πολέμου δεν αφορούσε σε παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας αλλά θα εφαρμοζόταν σε περίπτωση που ένα κράτος ασκούσε τα νόμιμα δικαιώματά του. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ελληνική πλευρά προχώρησε σε σειρά επίσημων διαμαρτυριών προς διεθνείς οργανισμούς, επισημαίνοντας πρωτίστως την παραβίαση του άρθρου 2.4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Η Τουρκία, ωστόσο, δεν υπαναχώρησε από το ψήφισμα.
Το casus belli στο πέρασμα του χρόνου
Όπως αναφέρει ο καθηγητής κ. Συρίγος, με το πέρασμα των ετών, το θέμα της ανακλήσεως του casus belli κατέστη κομβικό σημείο στην πολιτική της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας. Κατά την περίοδο 2000 – 2002, η ελληνική πλευρά έθεσε μετ’ επιτάσεως το θέμα της ανακλήσεως του συγκεκριμένου ψηφίσματος, με το επιχείρημα ότι δεν ταίριαζε στις πολύ καλές σχέσεις των δύο χωρών. Η τουρκική πλευρά είχε αντιτείνει ότι για καθαρά τυπικούς λόγους δεν μπορούσε να ανακαλέσει το ψήφισμα, διότι δεν ήταν νόμος ή κανονιστική διάταξη, αλλά μία «απλή» διακήρυξη, για την οποία δεν προβλεπόταν διαδικασία ανακλήσεως. Έκτοτε υπάρχει σταθερή αναφορά εκ μέρους της Ελλάδος στο θέμα (ως «εκ καθήκοντος») σε όλες τις διμερείς συναντήσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων.
Παράλληλα, η Ελλάδα κατόρθωσε και έθεσε την άρση του casus belli ως έναν από τους όρους για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανάκλησή του, περιλαμβάνεται σε όλες τις ετήσιες εκθέσεις προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ένταξη της Τουρκίας και στα σχετικά ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου. Η Τουρκία όμως αγνοεί αυτές τις αντιδράσεις. Η ημιεπίσημη θέση της είναι ότι το casus belli απετέλεσε «απάντηση» της τουρκικής πλευράς σε απόφαση της Βουλής των Ελλήνων για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Θα αρθεί δηλαδή, όταν η Ελλάδα δηλώσει ότι δεν προτίθεται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια.

Στις απόψεις αυτές εντοπίζεται η ίδια ηθελημένη σύγχυση και απλούστευση που υπήρξε και με την απόφαση του Τουρκικού Κοινοβουλίου. Ποτέ δεν υπήρξε απόφαση της Βουλής των Ελλήνων για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Πιθανόν η Τουρκία να εκλαμβάνει την κύρωση της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας ως ισοδύναμη με επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, αλλά αυτή η αντίληψη απέχει από την πραγματικότητα. «Επίσης, η Τουρκία εξισώνει μία παράνομη πράξη (casus belli) με μία ενέργεια που επιτρέπεται από το διεθνές δίκαιο (επέκταση χωρικών υδάτων στα 12 μίλια).
Η τουρκική υπόσχεση για άρση του, σε περίπτωση που η Ελλάδα παραιτηθεί ρητώς από αυτό το δικαίωμα, δεν έχει νόημα. Το casus belli ετέθη ακριβώς για να αποτρέψει την Ελλάδα από την επέκταση των χωρικών υδάτων» κατά τον κ. Άγγελο Συρίγο.