Έντονες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η απόφαση της Λένας Κιτσοπούλου να διασκευάσει το έργο του Αριστοφάνη «Σφήκες» που παρουσιάστηκε στις 14 και 15 Ιουλίου στην Επίδαυρο.

Η παράσταση που ανέβηκε στην Επίδαυρο έχει διχάσει το κοινό με πολλούς να κάνουν αιχμηρά σχόλια, για τον τρόπο που παρουσιάστηκε το σενάριο σε ελεύθερη διασκευή.

Η Λένα Κιτσοπούλου που σκηνοθέτησε επίσης την παράσταση στην παρούσα εκδοχή στρέφει το βλέμμα της στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. Με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση φωτίζει τη συστημική σαπίλα, τις κοιμισμένες άμυνες, τον ρατσισμό, τον φανατισμό, την άκαμπτη πολιτική ορθότητα της εποχής μας. «…σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…» σημειώνει η σκηνοθέτρια που επιχειρεί να ζωντανέψει μπροστά μας πότε τον βούρκο που μας απειλεί και πότε εκείνο το άλλο, το ιδεώδες, που μας εξυψώνει.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα πάνω από 10.000 άτομα παρακολούθησαν τη θεατρική παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο. Όμως, οι περισσότεροι δεν ήταν προετοιμασμένοι για το τι ακριβώς θα δουν και αρκετοί ήταν αυτοί που σηκώθηκαν και έφυγαν στη μέση της παράστασης, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους για το θέαμα.

Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που γιούχαραν την ηθοποιό και σκηνοθέτιδα αλλά και τον υπόλοιπο θίασο, ενώ κάποιοι άλλοι θέλησαν να τους υποστηρίξουν ξεσπώντας σε θερμά χειροκροτήματα.

Η θύελλα αντιδράσεων επεκτάθηκε και στο Twitter, όπου το hashtag #κιτσοπουλου έφτασε στην κορυφή των τάσεων στην Ελλάδα το Σαββατοκύριακο, με τους θεατές να εκφράζουν την άποψή τους για το έργο.

Ο Βασίλης Μπισμπίκης θέλησε να στηρίξει δημόσια την Λένα Κιτσοπούλου και έτσι τη Δευτέρα (17/7) δημοσίευσε στον λογαριασμό του στο Instagram, δύο κείμενα του κριτικού Σάββα Πατσαλίδη. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να υπερασπιστεί την Λένα Κιτσοπούλου, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της παράστασης.

«Μια παράσταση εφόσον μπαίνει στη δημόσια σφαίρα μοιραία μπαίνει και στο ραντάρ της κριτικής. Καθ’ όλα αναμενόμενο αυτό και επιθυμητό. Εκείνο όμως που θεωρώ άθλιο είναι όταν η κρίση στρέφεται στο ίδιο το πρόσωπο του/της δημιουργού (είτε συγγραφέα είτε σκηνοθέτη, ηθοποιού κ.λπ). Η προσωπική επίθεση που εξαπέλυσαν όλοι οι «ενοχλημένοι», οι «θιγμένοι» και «αγανακτισμένοι» ζητώντας λίγο έως πολύ την κεφαλή της Κιτσοπούλου επί πίνακι (και των ηθοποιών, αν είναι δυνατόν!!), ήταν ό,τι πιο βρωμερό.

Το ξαναλέω: δικαίωμα του καθενός να μην αρέσει η δουλειά της όποιας Κιτσοπούλου (ή η απόδοση των ηθοποιών). Δικαίωμα του καθενός να τη θεωρεί αυτή ή και τους συνεργάτες της μέτριους ή κατώτερους των προσδοκιών του και δεν ξέρω τι άλλο. Για θέατρο μιλάμε. Δεν είναι ποτέ μονόδρομος. Οι εκτιμήσεις είναι όπως ένα καρδιογράφημα. Πάνω-κάτω. Σχετικοί και άσχετοι μαζί. Ο καθένας με τα γούστα του, τα στάνταρ του, τις αγκυλώσεις του, την παιδεία ή την έλλειψη παιδείας του, και φυσικά τις κωλοτούμπες του (χθες υπέρ του τάδε, σήμερα κατά, αύριο, ε, ό,τι ήθελε προκύψει!). Τουλάχιστο αυτό το δικαίωμα, να έχεις άποψη και να την εκφέρεις χωρίς τον κίνδυνο τιμωρίας και εξοστρακισμού είναι η ευλογία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν είναι όμως δικαίωμα κανενός να προσβάλλει την προσωπικότητα του άλλου. Είναι αισχρό, ανέντιμο και πέραν από κάθε έννοια δημοκρατίας και λογικής. Αυτό δεν είναι κριτική. Είναι κανιβαλισμός. Έλεος, κυρίες και κύριοι! Έτσι δεν χτίζεται ο ευεργετικός διάλογος», ήταν τα λόγια που αναδημοσίευσε ο Βασίλης Μπισμπίκης.