Τα παιδιά που γεννιούνται από γυναίκες, οι οποίες εμφάνιζαν δυσκολίες να μείνουν έγκυες, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν στη ζωή τους ψυχικές παθήσεις και νοητικές διαταραχές, από σχιζοφρένεια και άγχος έως αυτισμό, σε σχέση με τα παιδιά που γεννιούνται από γονείς, χωρίς προβλήματα γονιμότητας, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη δανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο Άλαν Γιένσεν του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας στο Μόναχο (δεν έχουν ακόμη κάνει σχετική επιστημονική δημοσίευση), όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Σύμφωνα με τις βρετανικές Guadian και Independent ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 2,4 εκατ. γεννήσεις παιδιών της περιόδου 1969 – 2006.
Από αυτές, οι 124.000 γεννήσεις (ποσοστό 5%) αφορούσαν παιδιά που προέρχονταν από οικογένειες με διεγνωσμένα προβλήματα γονιμότητας. Το πρόβλημα ήταν καταχωρημένο στο ιατρικό ιστορικό της μητέρας, αλλά μπορεί να αφορούσε και τον πατέρα. Οι επιστήμονες παρακολούθησαν επί αρκετά χρόνια το ιατρικό ιστορικό των παιδιών, από τα οποία περίπου τα 170.000 διαγνώστηκαν κάποια στιγμή κλινικά με ψυχική ή νοητική διαταραχή.
Η ανάλυση έδειξε ότι, μέσα στην πρώτη 20ετία της ζωής τους, τα παιδιά από υπογόνιμους γονείς είχαν κατά μέσο όρο 33% μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν κάποια ψυχική διαταραχή. Αναλυτικότερα, ο κίνδυνος ήταν αυξημένος κατά 27% για σχιζοφρένεια και ψύχωση, 37% για αγχώδη και νευρική διαταραχή, 28% για μαθησιακές δυσκολίες, 40% για διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και 22% για μειωμένη νοητική ανάπτυξη και αυτισμό.
Μία περαιτέρω ανάλυση, σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, μετά την ηλικία των 20 ετών, επιβεβαίωσε ότι ο κίνδυνος συνεχίζει να είναι αυξημένος για αυτά τα παιδιά και μετά την ενηλικίωσή τους. Με βάση αυτά τα ευρήματα, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι σχεδόν το 2% των διαγνωσμένων ψυχικών παθήσεων στη Δανία σχετίζονται με τα προβλήματα γονιμότητας των γονιών. «Ο αυξημένος κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά όχι μεγάλος», δήλωσε ο Άλαν Γιένσεν.
Οι ερευνητές αδυνατούν να δώσουν μια εξήγηση με ποιό τρόπο τα προβλήματα γονιμότητας μπορεί να σχετίζονται με τα ψυχικά και νοητικά προβλήματα. Όπως είπαν, πιθανώς, ορισμένα γενετικά ή άλλα βιολογικά προβλήματα της μητέρας ή του πατέρα να ευθύνονται και όχι η εξωσωματική θεραπεία στην κλινική γονιμότητας.
Μία πιθανότητα είναι ότι τα γονίδια που σχετίζονται με ψυχικές παθήσεις, είναι πιο συχνά στους ανθρώπους με υπογονιμότητα. Τα γονίδια αυτά, στη συνέχεια, κληρονομούνται στα παιδιά, καθώς είναι γνωστό ότι πολλές ψυχικές και νοητικές αναπτυξιακές διαταραχές έχουν και γενετικό υπόβαθρο.
Άλλοι επιστήμονες εμφανίστηκαν πάντως, πιο επιφυλακτικοί και επεσήμαναν ότι αν η δανική έρευνα έχει δίκιο, τότε, μετά από τόσα χρόνια εξωσωματικών γονιμοποιήσεων παγκοσμίως, θα έπρεπε να υπάρχει μια πραγματική επιδημία ψυχικών και νοητικών διαταραχών, κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει (αν και όντως υπάρχει αύξηση στα σχετικά περιστατικά).
Εξάλλου, όπως επισημαίνουν, οι σκεπτικιστές, πέρυσι μια άλλη επίσης δανική επιστημονική έρευνα για το ίδιο ζήτημα, η οποία είχε δημοσιευτεί στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal”, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο νοητικής καθυστέρησης περισσότερο από ό,τι ο φυσικός τοκετός. Μια ελαφριά αύξηση του κινδύνου καταγράφηκε για την τεχνική της σπερματέγχυσης.