Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ψυχολογίας, ένα 3-6% του γενικού πληθυσμού βιώνει υπερσεξουαλικές εκδηλώσεις, ξέφρενη παρόρμηση για σεξ, απώλεια ελέγχου και επικίνδυνες ερωτικές συμπεριφορές δηλαδή.

Παρά ταύτα, η ύπαρξη και η διάγνωση της κατάστασης παραμένει αμφιλεγόμενη επιστημονικά, καθώς στο μείγμα μπλέκονται στερεότυπα, κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές και ιατρικά κατάλοιπα.

Μόνο που μια νέα έρευνα υποδεικνύει τώρα πως η υπερσεξουαλικότητα έχει λόγο ύπαρξης, καθώς όσοι υποφέρουν από αυτή βρέθηκε πως έχουν έναν διαφορετικό γενετικό μηχανισμό ρύθμισης της οξυτοκίνης, της λεγόμενης ορμόνης του έρωτα, από τον γενικό πληθυσμό.

Ο Adrian Bostrοm του Πανεπιστημίου της Ουψάλα και οι συνεργάτες του μέτρησαν τη μεθυλίωση του DNA σε ανθρώπους που πάσχουν από υπερσεξουαλικότητα και τη συνέκριναν με μη πάσχοντες, βρίσκοντας πως υπάρχουν συγκεκριμένα γονίδια που ρυθμίζουν την παραγωγή της οξυτοκίνης. Και στους ασθενείς, αυτά τα γονίδια παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικά διαφοροποιήσεις.

Όπως μας λένε στη μελέτη τους που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Epigenetics», αυτές οι γονιδιακές διακυμάνσεις εντοπίστηκαν και σε ανθρώπους που πάσχουν από αλκοολισμό, κάτι που ενδυναμώνει τη συσχέτιση της υπερσεξουαλικότητας με τον εθισμό. Για σεξουαλικό εθισμό κάνει λόγο η μελέτη.

Παρά το γεγονός ότι η διάγνωση της υπερσεξουαλικότητας παραμένει ακόμα και σήμερα αμφιλεγόμενη, καθώς τα κοινωνικά στερεότυπα και το στίγμα μπορούν να μετατρέψουν σε παθολογική συμπεριφορά την αυξημένη λίμπιντο, η έρευνα υποδεικνύει πως υπάρχουν βιολογικά ίχνη στην πάθηση.