Νέα ερευνητικά δεδομένα που δημοσιεύθηκαν στο Journal of the National Cancer Institute θέτουν υπό αμφισβήτηση τη μονοδιάστατη χρήση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) για την εκτίμηση του κινδύνου καρκίνου. Η μελέτη υποστηρίζει ότι, πέρα από την ποσότητα του λίπους, κρίσιμο ρόλο μπορεί να παίζει και η ανατομική κατανομή του, δηλαδή κατά πόσον το λίπος συσσωρεύεται στην κοιλιά, γύρω από τα όργανα, στους γλουτούς ή μέσα σε όργανα όπως το ήπαρ και το πάγκρεας. Το αποτέλεσμα είναι μια πιο σύνθετη, ανά τύπο καρκίνου, εικόνα κινδύνου και προστασίας.

Τι έδειξε η μελέτη

Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα σε πέντε χαρακτηριστικά κατανομής λίπους και στον κίνδυνο 12 τύπων καρκίνου που έχουν προηγουμένως συνδεθεί με την παχυσαρκία. Τα χαρακτηριστικά ήταν:

  • κοιλιακός υποδόριος λιπώδης ιστός (ASAT)
  • λίπος κάτω από το δέρμα της κοιλιάς, σπλαχνικός λιπώδης ιστός (VAT)
  • λίπος μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα γύρω από όργανα, γλουτομηριαίος λιπώδης ιστός (GFAT)
  • λίπος στους γλουτούς και τους μηρούς, ηπατικό λίπος, λίπος στο πάγκρεας.

Τα κύρια ευρήματα συνοψίζονται ως εξής:

  • Το κοιλιακό λίπος σχετίστηκε αιτιωδώς με αυξημένο κίνδυνο σε τρεις τύπους καρκίνου: ενδομήτριο, οισοφάγο και ήπαρ.
  • Το σπλαχνικό λίπος και το ηπατικό λίπος ανέβασαν επίσης τον κίνδυνο για καρκίνο του ήπατος.
  • Αντιθέτως, το λίπος στους γλουτούς και τους μηρούς φάνηκε να συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού και για μηνιγγιώματα (τύπος όγκου του εγκεφάλου).

Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και καρκίνου δεν είναι ομοιόμορφη: διαφορετικές θέσεις αποθήκευσης λίπους έχουν διαφορετικές, και μερικές φορές αντίθετες, επιπτώσεις σε επιμέρους τύπους καρκίνου.

Πώς έφτασαν σε αυτά τα συμπεράσματα

Για να διερευνήσουν πιθανές αιτιακές σχέσεις, οι ερευνητές εφάρμοσαν την τεχνική «τυχαία δειγματοληπτική Mendelian (two-sample Mendelian randomization)». Σε απλούστερους όρους:

  • Χρησιμοποίησαν γενετικούς δείκτες (πολύμορφισμούς) ως «εργαλεία» — υποκατάστατα για διαφορετικά χαρακτηριστικά κατανομής λίπους.
  • Σύγκριναν συσχετίσεις των ίδιων γενετικών δεικτών με τους κινδύνους καρκίνου σε ανεξάρτητα, πολύ μεγάλα σύνολα δεδομένων (π.χ. UK Biobank και FinnGen), ώστε να ελαχιστοποιήσουν την επίδραση ανασφαλών μετρήσεων ή ανάστροφης αιτιότητας.
  • Εφάρμοσαν επίσης αναλύσεις για να αξιολογήσουν κατά πόσον οι επιδράσεις της κατανομής του λίπους μεσολαβούνται από συγκεκριμένα μοριακά χαρακτηριστικά (π.χ. βιοδείκτες, μοριακές οδούς) δηλαδή, αν το λίπος οδηγεί σε αλλαγές σε μοριακά σήματα που με τη σειρά τους αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου.

Η ίδια η προσέγγιση επιτρέπει μια πιο «αιτιολογική» ερμηνεία από ό,τι μια απλή παρατηρητική σχέση, ωστόσο δεν είναι χωρίς περιορισμούς.

Τι είπαν οι ειδικοί — Σχολιασμός ανεξάρτητων ογκολόγων

Ο Daniel Landau, MD, ογκολόγος και αιματολόγος, σχολίασε στο Medical News Today ότι: «Φαίνεται ότι όχι μόνο η παχυσαρκία έχει σημασία, αλλά και η τοποθεσία της παχυσαρκίας έχει σημασία. Άλλες μελέτες το έχουν υποστηρίξει αυτό. Η κεντρική παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για προβλήματα όπως ο διαβήτης, οι καρδιακές παθήσεις και ο καρκίνος. Πιστεύεται ότι η κεντρική παχυσαρκία ειδικότερα σχετίζεται με τις χειρότερες διατροφικές συνήθειες και με τον υψηλότερο κίνδυνο φλεγμονής, που αποτελούν προκαρκινικούς κινδύνους».

Ο Anton Bilchik, MD, PhD, χειρουργός ογκολόγος, χαρακτήρισε τη μεθοδολογία «εξαιρετικά πολύπλοκη», επισημαίνοντας ότι η μελέτη χρησιμοποιεί γενετικά εργαλεία για να διερευνήσει τόσο την κατανομή του λίπους όσο και τους πιθανώς εμπλεκόμενους μηχανισμούς. Σχετικά με το απροσδόκητο εύρημα της μειωμένης πιθανότητας καρκίνου του μαστού όταν υπάρχει περισσότερο γλουτομηριαίο λίπος, ο Δρ. Bilchik σχολίασε: «αυτό είναι ένα πολύ απροσδόκητο, ενδιαφέρον εύρημα που υποδηλώνει ότι αυτά τα κύτταρα μπορεί να έχουν αντικαρκινική δράση μέσω ορμονών όπως τα οιστρογόνα».

Βιολογικοί μηχανισμοί — Γιατί το λίπος μπορεί να επηρεάζει τον καρκίνο

Το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου (NCI) των ΗΠΑ περιγράφει πολλαπλούς μηχανισμούς μέσω των οποίων η περίσσεια λίπους μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρκίνου, μηχανισμούς που η νέα μελέτη επιβεβαιώνει ως πιθανούς «γεφυροποιούς»:

  • Ο λιπώδης ιστός παράγει οιστρογόνα: υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων συνδέονται με κάποιους τύπους καρκίνου (όπως συγκεκριμένους καρκίνους του μαστού και το ενδομήτριο).
  • Άτομα με παχυσαρκία συχνά εμφανίζουν υπερινσουλιναιμία και αντοχή στην ινσουλίνη: καταστάσεις που μπορούν να προωθήσουν την κυτταρική ανάπτυξη.
  • Η χρόνια χαμηλού βαθμού φλεγμονή που συνοδεύει την παχυσαρκία ευνοεί το μικροπεριβάλλον όπου οι όγκοι αναπτύσσονται και εξελίσσονται.
  • Τα λιποκύτταρα εκκρίνουν ορμόνες και κυτοκίνες, τις αδιποκίνες (π.χ. λεπτίνη, αδιπονεκτίνη) που επηρεάζουν το μεταβολισμό, την ανάπτυξη κυττάρων και την ανοσολογική απόκριση.

Η διαφοροποίηση των επιπτώσεων ανάλογα με τη θέση του λίπους (π.χ. σπλαχνικό έναντι υποδόριου, ήπαρ έναντι γλουτομηριαίου) πιθανότατα αντανακλά τη διαφορετική «λειτουργική ταυτότητα» αυτών των λιποαποθηκών, δηλαδή, διαφορετικά κύτταρα, διαφορετικές εκκρινόμενες ουσίες, διαφορετική σύνδεση με φλεγμονώδεις και ορμονικούς δρόμους.

Κλινικές και δημόσιας υγείας συνέπειες — Τι αλλάζει στην πράξη

Η μελέτη εγείρει άμεσα ερωτήματα για την κλινική πρακτική και την πολιτική δημόσιας υγείας:

  • Ο ΔΜΣ δεν αρκεί ως μοναδικό εργαλείο: πολλοί ειδικοί προειδοποιούν ότι ο ΔΜΣ είναι «γρήγορο και πολύπλοκο» εργαλείο: δίνει μια γενική ένδειξη, αλλά δεν αποτυπώνει το σχήμα του σώματος ή τη σύνθεση (λίπος έναντι μυών) ούτε την κατανομή του λίπους.
  • Εργαλεία αξιολόγησης κατανομής λίπους: στην κλινική πρακτική χρησιμοποιούνται απλά μέτρα όπως η περιφέρεια μέσης και ο λόγος μέσης–γοφών (waist-to-hip ratio), ενώ στην έρευνα εφαρμόζονται πιο ακριβείς τεχνικές απεικόνισης (DEXA, CT, MRI) για τον υπολογισμό σπλαχνικού έναντι υποδόριου λίπους και λίπους οργάνων. Η μελέτη υποστηρίζει ότι τέτοια μέτρα ίσως πρέπει να ενσωματωθούν στα προγράμματα αξιολόγησης κινδύνου.
  • Στοχευμένες παρεμβάσεις: αν πράγματι η μείωση του σπλαχνικού ή ηπατικού λίπους μειώνει τον κίνδυνο συγκεκριμένων καρκίνων, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε προγράμματα που στοχεύουν πιο πολύ αυτές τις αποθήκες λίπους (μέσω διατροφής, άσκησης, φαρμακολογικών ή χειρουργικών παρεμβάσεων).

Υπενθυμίζεται ότι υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι η απώλεια βάρους είναι προστατευτική: σε μια μελέτη σχεδόν 60.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η απώλεια τουλάχιστον 5% του σωματικού βάρους συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνων σχετιζόμενων με την παχυσαρκία. Μια ανασκόπηση του 2020 κατέληξε ότι η απώλεια βάρους είναι υποσχόμενη στρατηγική πρόληψης, αλλά απαιτούνται επιπλέον μελέτες.

Περιορισμοί της μελέτης

Παρότι τα ευρήματα είναι σημαντικά, χρειάζεται προσοχή στην ερμηνεία:

  • Περιορισμοί της Mendelian randomization: η μέθοδος βασίζεται σε υποθέσεις (όπως ότι οι γενετικοί δείκτες επηρεάζουν τον κίνδυνο μόνο μέσω της έκθεσης ενδιαφέροντος). Η ύπαρξη ετερογένειας ή πλειοτροπίας (ένας γενετικός δείκτης επηρεάζει πολλαπλές οδούς) μπορεί να επηρεάσει τα συμπεράσματα.
  • Γενικευσιμότητα: δεδομένα προέρχονται κυρίως από μεγάλες ευρωπαϊκές βάσεις (UK Biobank, FinnGen). Τα αποτελέσματα μπορεί να μην μεταφέρονται απαραίτητα σε πληθυσμούς με άλλη γενετική καταγωγή ή διαφορετικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά.
  • Έλλειψη λεπτομερών μεγεθών επίπτωσης: χωρίς την πλήρη αναφορά των μεγεθών κινδύνου και των διαστημάτων εμπιστοσύνης, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ακριβή κλινική σημασία (π.χ. πόσο % αυξάνεται ο κίνδυνος).
  • Αιτιολογία vs παρέμβαση: το ότι ένα χαρακτηριστικό συσχετίζεται αιτιακά με κίνδυνο δεν σημαίνει αυτόματα ότι μια συγκεκριμένη παρέμβαση που μειώνει αυτό το χαρακτηριστικό θα επιφέρει το ίδιο μέγεθος μείωσης κινδύνου. Απαιτούνται δοκιμές παρέμβασης (randomized trials).

Οι συγγραφείς το αναγνωρίζουν και καλούν σε συμπληρωματική έρευνα: πειραματικές μελέτες που θα διερευνήσουν μηχανισμούς, μελέτες σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες και κλινικά πρωτόκολλα παρέμβασης που στοχεύουν ειδικές αποθήκες λίπους.

Συμπέρασμα και πρακτικές συμβουλές

  • Η παχυσαρκία παραμένει καταγεγραμμένος παράγοντας κινδύνου για πολλούς τύπους καρκίνου. Η νέα έρευνα προσθέτει μια πιο λεπτομερή διάσταση: η θέση του λίπους έχει σημασία και οι επιπτώσεις διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο του καρκίνου.
  • Στην κλινική αξιολόγηση και στην εκτίμηση κινδύνου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εργαλεία πέραν του ΔΜΣ όπως μέτρηση της περιφέρειας μέσης, λόγος μέσης–γοφών ή, όταν είναι εφικτό, απεικονιστικές μετρήσεις.
  • Υπάρχουν βιολογικοί μηχανισμοί (ορμόνες, ινσουλίνη, φλεγμονή, αδιποκίνες) που μπορούν να εξηγήσουν γιατί διαφορετικές θέσεις λίπους έχουν διαφορετικές επιπτώσεις.
  • Η απώλεια βάρους, ακόμα και σε επίπεδα ~5% του σωματικού βάρους, φαίνεται να προσφέρει μείωση κινδύνου για ορισμένους καρκίνους και η νέα μελέτη υποστηρίζει την ιδέα ότι η στόχευση συγκεκριμένων αποθηκών λίπους (π.χ. σπλαχνικού ή ηπατικού) μπορεί να είναι μελλοντικά κλινικά σημαντική.

Τελικά, το μήνυμα της μελέτης είναι διπλό: από τη μια, επιβεβαιώνει ότι η παχυσαρκία συνδέεται με κίνδυνο καρκίνου. Από την άλλη, αποσαφηνίζει ότι η παχυσαρκία δεν είναι ομοιογενής: το πού «κάθεται» το λίπος στον οργανισμό αλλάζει το παιχνίδι. Αυτό ανοίγει νέους δρόμους για εξατομικευμένη πρόληψη, έρευνα μηχανισμών και κλινικές παρεμβάσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια.