Την τελευταία του συνέντευξη Τύπου με θέμα τον κορονοϊό στην Ελλάδα έδωσε το απόγευμα της Τρίτης (26/05) ο Σωτήρης Τσιόδρας, κατά την οποία ανακοίνωσε έναν θάνατο και ακόμη δέκα νέα κρούσματα το τελευταίο 24ωρο.

Ωστόσο, δεν σταμάτησε εκεί… αφού έκανε μαθηματικές αποκαλύψεις για το πέρασμα της φονικής νόσου από τη χώρα μας, για την οποία είπε: «Βάση των μαθηματικών μας εκτιμήσεων, είχαμε συνολικό ποσοστό κρουσμάτων κάτω από 1% του πληθυσμού. Σήμερα έχουν καταγραφεί 173 θάνατοι. Με το καλύτερο δυνατό σενάριο, δηλαδή ένα 0,55% και χωρίς τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, δηλαδή μια μείωση των επαφών του πληθυσμού περίπου 10%, ο αριθμός των θανάτων θα είχε μια μέση τιμή 13.685 θανάτους».

Ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας συμπλήρωσε σχετικά: «Ενώ με μία μείωση των επαφών κατά 20% θα ήταν 7.015 θάνατοι. Τα χειρότερα σενάρια δεν τα αναφέρω, γιατί έστω και αργά κάποια μέτρα θα τα παίρναμε. Τότε όμως θα ήταν αργά».

Εν συνεχεία -μεταξύ άλλων- σημείωσε: «Με μόνο εφόδιο την ειλικρίνεια, την ομάδα μου και την ανεκτίμητη βοήθεια προσπάθησα να δίνω χρήσιμες πληροφορίες, να απαντώ στα ερωτήματα των δημοσιογράφων για να βοηθήσω τους πολίτες. Δεν αισθάνθηκα τίποτα διαφορετικό από όλους σας. Αναπάντεχα και απροσδόκητα βρέθηκα τόσο κοντά σας μέσω του τηλεοπτικού φακού και μέσω απαγορευτικού. Αισθάνθηκα κοντά σας και ας μην επικοινωνούσαμε με φυσικό τρόπο».

Αφού είπε ότι αυτό που θα κρατήσει είναι η αγάπη του κόσμου, ο κ. Τσιόδρας θέλησε να κλείσει την ομιλία του με ένα απόσπασμα, που όπως είπε είναι του Οδυσσέα Ελύτη. Ωστόσο, το ποίημα μονάχα αποδίδεται στον σπουδαίο ποιητή, αλλά δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία από τις ποιητικές του συλλογές και ως εκ τούτου δεν θεωρείται δικό του.

Το ποίημα που απήγγειλε έχει ως εξής:

«Μπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα

Και με τα πιο μικρά..

Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.

Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.

Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.

Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.

Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.

Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.

Πολύ…

Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.

Πολύ…

Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι’ αυτούς.

Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.

Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.

Που μπορώ και κλαίω ακόμα.

Και που τραγουδάω… μερικές φορές…

Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.

Και ευωδιές που με γοητεύουν…».