To «Έργα και Ημέραι» είναι ίσως το πιο επίκαιρο και διδακτικό από τα επικά ποιήματα του Ησιόδου. Γράφτηκε με αφορμή τη δικαστική διαμάχη του ποιητή με τον αδελφό του, Πέρση, έπειτα από τη διαμάχη τους σχετικά με την πατρική κληρονομιά. Ο Ησίοδος εκφράζει εδώ όλη την πικρία του για την αδελφική διχόνοια.

Ο ποιητής απευθυνόμενος στον αδελφό του αναλύει τη δομή της ανθρώπινης κοινωνίας, τις ηθικές υποχρεώσεις μας και την προέλευση του κακού στον κόσμο. Τονίζει τις χρήσιμες για τον αγώνα της ζωής αρετές της οικονομίας, της προνοητικότητας, του μέτρου, της τάξης και τις κοινωνικότητας. Όλη αυτή η διαδικασία γίνεται μέσα από την αφήγηση μυθικών διηγήσεων, όπως του Προμηθέα και της Πανδώρας.

Στο πρώτο μέρος ο Ησίοδος, μετά την επίκληση των Μουσών, τονίζει ότι ότι οι Θεοί έχουν τον τρόπο τους να γονατίζουν τους άδικους και τους ισχυρούς και μετά απευθύνεται ευθέως στον αδελφό του με τον οποίο βρίσκονται ακόμα σε δικαστική διαμάχη. Περιγράφει διάφορες ανθρώπινες αδυναμίες όπως η ζήλια και η απληστία, αλλά και το γεγονός ότι η Έρις έχει δύο όψεις, μια χρήσιμη και καλή αλλά και μία αρνητική και καταστροφική. Αναφέρει ότι δεν πήρε τη μισή γη που του αναλογούσε, αλλά λιγότερη και αυτό ο Πέρσης το κατάφερε «ταΐζοντας τους δικαστές που χαίρονται να δικάζουν τέτοιες υποθέσεις για να δωροδοκούνται».

Στη συνέχεια ο Ησίοδος αναφέρεται κάπως διεξοδικά στην πλάση της ανθρωπότητας κατά γενιές ή φυλές και θυμίζει στον αδελφό του ότι οι θεοί έπλασαν από το ίδιο υλικό ανθρώπους και ημίθεους ή ήρωες, υπονοώντας ότι ο άνθρωπος έχει την επιλογή να γίνει καλός ή κακός. Αναφέρει ότι δημιουργήθηκε πρώτα η χρυσή γενιά, που ήταν η τελειότερη και ευτύχησε. Όταν αυτή έφυγε από τη γη, οι θεοί έπλασαν την αργυρή, που ήταν πολύ υποδεέστερη της χρυσής. Όταν πέρασε κι αυτής ο χρόνος, έπλασαν την τρίτη γενιά, από χαλκό, που ήταν ακόμα χειρότερη. Οπότε την επόμενη γενιά οι θεοί φρόντισαν να την φτιάξουν καλύτερη και έτσι η τέταρτη φυλή η γενεά των ανθρώπων ήταν αγαθοί άνθρωποι και ήρωες, που έγιναν ημίθεοι. Πολλοί από αυτή τη γενιά πολέμησαν την εποχή του Οιδίποδα και στον Τρωικό Πόλεμο «για την Ελένη με τα πλούσια μαλλιά» και ύστερα αποσύρθηκαν και ζουν ακόμα στα πέρατα της οικουμένης.

Τέλος, οι Θεοί έπλασαν την πέμπτη φυλή ή γενιά, που ο Ησίοδος αφήνει να εννοηθεί ότι είναι η τωρινή και στην οποία ανήκει ο ίδιος και ο αδελφός του. Την περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα, όπου χάνεται ο σεβασμός για το γονιό, δεν επαινείται ο αγαθός, αλλά ανταμείβεται ο ισχυρός, όπου η δύναμη είναι και δίκαιο, και όπου η Νέμεση και η Αιδώς (ντροπή) αποχωρούν πλέον από τη συντροφιά των ανθρώπων και αναζητούν καταφύγιο κοντά στους θεούς, αφήνοντας τους αδύναμους ανθρώπους στη μοίρα τους, ανυπεράσπιστους απέναντι στην ισχυρή εξουσία ή το άδικο.