Τη σημαντική μείωση του ρυθμού γεννήσεων στις ανεπτυγμένες οικονομίες που επλήγησαν από οικονομική κρίση την τελευταία δεκαετία υπογραμμίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε ανάλυσή του η οποία περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση World Economic Outlook.

«Στη διάρκεια μίας ύφεσης, τα σχετικά αυξημένα ποσοστά ανεργίας ενδέχεται να οδηγήσουν σε αναβολή αποφάσεων για γάμο, παιδιά ή και για τα δύο. Σχεδόν σε όλες τις πρόσφατες υφέσεις σε ανεπτυγμένες οικονομίες, η επίπτωση στη γονιμότητα έχει υπάρξει κυρίως η αναβολή γεννήσεων, που συνεισφέρει σε μία βραχυπρόθεσμη μείωση του αριθμού γεννήσεων μετέπειτα (οι μακροχρόνιες συνέπειες τείνουν να είναι λιγότερο εμφανείς}», αναφέρει στην ανάλυσή του το ΔΝΤ, που σημειώνει ότι και στην περίπτωση των ανθρώπων που μεταναστεύουν λόγω κρίσης, τα ποσοστά γονιμότητας είναι παρόμοια με αυτά στην πατρίδα τους.

Το ΔΝΤ επισημαίνει πως στη διάρκεια της δεκαετίας πριν την κρίση, ο συνολικός δείκτης γονιμότητας αυξήθηκε σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, όμως στη συνέχεια μειώθηκε. Στις ΗΠΑ μειώθηκε από τις 2,12 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2007 στις 1,8 γεννήσεις το 2016.  Στην Ελλάδα η μείωση των γεννήσεων κατά την ίδια περίοδο ήταν της τάξεως του 1,5%, ενώ στην Ισπανία έφτασε το 1,3%.

«Αυτά τα επίμονα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας της τελευταίας δεκαετίας ίσως επηρεάσουν αρνητικά τη μελλοντική εισροή εργατικού δυναμικού και επομένως να αποδυναμώσουν μακροπρόθεσμα την πιθανή ανάπτυξη», σημειώνει το ΔΝΤ, που αναφέρει ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΣΑ και των συνεργαζόμενων κρατών, ο δείκτης γονιμότητας μετά την κρίση, συγκριτικά με αυτόν προ κρίσης, έχει επηρεαστεί κατά κύριο λόγο από τη μειωμένη απασχόληση, αλλά και από σύνθετες κοινωνικές αλλαγές, όπως η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και η επιθυμία για μικρότερες οικογένειες, καθώς και από τα επιβαρυμένα συστήματα πρόνοιας που ενδεχομένως να επηρεάζουν τις αποφάσεις των γυναικών για αναπαραγωγή.