Με ένα μακροσκελές άρθρο του στους Financial Times ο γνωστός αρθρογράφος Βόλφγκανγκ Μινχάου εξηγεί για ποιους λόγους η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να χάσει από ένα ενδεχόμενο χρεοστάσιο, ακόμα και στην περίπτωση που αυτό οδηγήσει σε έξοδο της χώρας από τη νομισματική ένωση. Αντίθετα, τονίζει ο Μινχάου, Γαλλία και Γερμανία μόνο, θα κληθούν να καλύψουν τρύπες που ανέρχονται στα 160 δισ. ευρώ στο ενδεχόμενο μίας ελληνικής χρεωκοπίας.

«Φτάσαμε λοιπόν και σε αυτό το σημείο. Έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα το τελεσίγραφο τύπου «take it or leave it». Τι πρέπει να πράξειο Έλληνας πρωθυπουργός;» αναφέρει ο Μινχάου στο άρθρο του στους Financial Times.

«Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει να αντιμετωπίσει εκλογές μέχρι τον Ιανουάριο του 2019. Όποια επιλογή και αν κάνει τώρα, θα πρέπει να αποδώσει καρπούς μέσα σε τρία χρόνια ή και λιγότερο.

Σε πρώτη φάση, υπάρχουν τα δύο ακραία σενάρια: Ο Αλέξης Τσίπρας αποδέχεται την τελική προσφορά των πιστωτών ή αποχωρεί από τη ζώνη του ευρώ. Αποδεχόμενος την προσφορά, θα πρέπει να συμφωνήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης του 1,7% του ΑΕΠ, εντός έξι μηνών.

Ο συνάδελφός μου Martin Sandbu υπολόγισε πώς μια προσαρμογή τέτοιας κλίμακας θα μπορούσε να επηρεάσει την ελληνική ανάπτυξη. Εγώ τώρα επεκτείνω αυτό τον υπολογισμό, για να συμπεριλάβω το συνολικό τετραετές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως ζητούν οι πιστωτές. Βασισμένος στις ίδιες παραδοχές που κάνει για το πώς η δημοσιονομική πολιτική και το ΑΕΠ αλληλοεπηρεάζονται – μια αμφίδρομη διαδικασία – φτάνω σε ένα συμπέρασμα ότι θα υπάρξει πλήγμα του επιπέδου του ΑΕΠ της τάξης του 12,6% σε διάστημα τεσσάρων ετών.

Ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να προσεγγίζει το 200%.

Το συμπέρασμά μου είναι πως η αποδοχή των προγραμμάτων της τρόικας θα αποτελούσε διπλή αυτοκτονία – για την ελληνική οικονομία, καθώς και για την πολιτική σταδιοδρομία του Έλληνα πρωθυπουργού.

Θα μπορούσε το αντίθετο – ακραίο σενάριο – ενός Grexit να έχει καλύτερο αποτέλεσμα;

Μπορείτε να στοιχηματίσετε ότι θα ήταν, για τρεις λόγους.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι το πιο σημαντικό αποτέλεσμα θα ήταν πως η Ελλάδα θα είναι σε θέση να απαλλαγεί από τις τρελές δημοσιονομικές προσαρμογές.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει ανάγκη να «τρέξει» με ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο μπορεί να απαιτήσει μια εφάπαξ προσαρμογή αλλά αυτό είναι. Παράλληλα, θα κήρυττε πτώχευση έναντι όλων των επίσημων πιστωτών της, καθώς και για τα διμερή δάνεια από τους διεθνείς πιστωτές της.

Ωστόσο, την ίδια ώρα θα εξυπηρετεί όλα τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα με το στρατηγικό στόχο να ανακτήσει την πρόσβαση στην αγορά λίγα χρόνια αργότερα.

Ο δεύτερος λόγος είναι η μείωση του ρίσκου. Μετά από ένα Grexit,κανείς δεν θα φοβάται τον κίνδυνο μετατροπή νομίσματος. Και η πιθανότητα μιας χρεοκοπίας θα ήταν πολύ μειωμένη, καθώς η Ελλάδα θα είχε ήδη κηρύξει στάση πληρωμών στους επίσημους πιστωτές της και θα ήταν πολύ πρόθυμη να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών.

Ο τρίτος λόγος είναι ο αντίκτυπος στην θέση της οικονομίας στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με τις μικρές οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης, η Ελλάδα είναι μια σχετικά κλειστή οικονομία.

Περίπου τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ είναι εγχώρια. Το υπόλοιπο 1/4 που δεν είναι εγχώριο, τα περισσότερα προέρχονται από τον τουρισμό, κλάδος ο οποίος θα επωφεληθεί από την υποτίμηση. Η συνολική επίδραση της υποτίμησης δεν θα ήταν τόσο ισχυρή όσο θα ήταν για μια ανοικτή οικονομία, όπως η Ιρλανδία, αλλά θα ήταν επωφελής, ωστόσο. Από τις τρεις επιπτώσεις,η πρώτη είναι η πιο σημαντική βραχυπρόθεσμα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη θα κυριαρχήσουν μακροπρόθεσμα.

Μία ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ασφαλώς, έχει παγίδες, οι οποίες ως επί το πλείστον εντοπίζονται βραχυπρόθεσμα.

Μια ξαφνική εισαγωγή του νέου νομίσματος θα ήταν χαοτική. Η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να επιβάλει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και να κλείσουν τα σύνορα. Αυτές οι απώλειες χρόνου, θα είναι σημαντικές, αλλά όταν το χάος υποχωρήσει η οικονομία θα ανακάμψει γρήγορα.

Συγκρίνοντας τα δύο αυτά σενάρια, θυμάμαι την παρατήρηση Ουίνστον Τσώρτσιλ ότι η μέθη, σε αντίθεση με την ασχήμια, είναι μια κατάσταση που υποχωρεί. Το πρώτο σενάριο είναι απλά άσχημο, και θα παραμείνει πάντα έτσι. Το δεύτερο, σου δίνει ένα hangover, αλλά ακολουθεί η νηφαλιότητα.

Επομένως, εάν αυτό ήταν η επιλογή, οι Έλληνες θα είχαν έναν λογικό λόγο να προτιμούν Grexit. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι η επιλογή που πρέπει να ληφθεί αυτή την εβδομάδα. Η επιλογή είναι μεταξύ της αποδοχής ή απόρριψης προσφοράς των πιστωτών. Το Grexit είναι πιθανό, αλλά όχι βέβαιο.

Αν ο κ Τσίπρας επρόκειτο να απορρίψει την προσφορά και να χάσει την τελευταία προθεσμία – το Eurogroup της 18ης Ιουνίου – θα κατέληγε να αθετήσει την αποπληρωμή του χρέους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Σε εκείνο το σημείο, η Ελλάδα θα παραμένει στη ζώνη του ευρώ και θα αναγκαζόταν να αποχωρήσει μόνο αν η ΕΚΤ θα μείωνε τη ροή της ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες κάτω από το ανεκτό όριο. Αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά δεν είναι δεδομένο.

Οι πιστωτές της ευρωζώνης, μπορεί επίσης να αποφασίσουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να μιλήσουν για την ελάφρυνση του χρέους για την Ελλάδα σε αυτό το σημείο. Απλά φανταστείτε τη θέση τους.

Εάν η Ελλάδα επρόκειτο να χρεοκοπήσει έναντι όλων των χρεών του επίσημου τομέα, η Γαλλία και η Γερμανία μόνο θα χάσουν περίπου 160 δισ. €. Η Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ θα μείνουν στην ιστορία ως οι μεγαλύτεροι οικονομικοί «losers».

Η άρνηση που δείχνουν οι πιστωτές για κάθε συζήτηση σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους, μπορεί να αλλάξει όταν η Ελλάδα αρχίσει την πτώχευση. Αν διαπραγματευτούν, όλοι θα ωφεληθούν. Η Ελλάδα θα παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, εφόσον η δημοσιονομική προσαρμογή εξυπηρετεί ένα χαμηλότερο βάρος του χρέους το οποίο θα ήταν πιο ανεκτό. Οι πιστωτές θα είναι σε θέση να καλύψουν μερικές από τις – αλλιώς – σίγουρες – απώλειες.

Στην ουσία,  η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να χάσει, απορρίπτοντας την προσφορά αυτής της εβδομάδας» καταλήγει ο Μινχάου στο άρθρο του στους Financial Times.