Μέτρα ώστε να μην απειλούνται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις από ασφυξία λόγω των υποχρεώσεων αποπληρωμής των δανείων τους επεξεργάζεται η κυβέρνηση, όπως αποκαλύπτει έγγραφο του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη το οποίο διαβιβάστηκε στη Βουλή. Την ίδια ώρα το υπουργείο εξετάζει διάφορα σενάρια και αναζητεί τη χρυσή τομή, ώστε οι τράπεζες να μην χάσουν μεν από την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων αλλά και να μην καταλήξουν να έχουν τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων.

Το έγγραφο διαβιβάστηκε στη Βουλή στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου και σε αυτό ο κ. Σταθάκης χαρακτηρίζει βασικό εμπόδιο για την ανάπτυξη το ζήτημα της ρευστότητας / τραπεζικού δανεισμού. «Η αντιμετώπισή του είναι θεμελιώδης για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Γι΄ αυτό, τους προσεχείς μήνες θα καταθέσουμε στη Βουλή νομοσχέδιο που αφορά στη διαχείριση των κόκκινων δανείων των φτωχών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων», αναφέρει ο υπουργός Οικονομίας και ενημερώνει πως όσον αφορά στις επιχειρήσεις, το υπουργείο θα προβεί σε διάκριση ανάμεσα στις μεγάλες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις:

-Στην πρώτη περίπτωση στόχος είναι να βρεθεί η χρυσή τομή, ώστε οι τράπεζες να μην χάσουν από την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων αλλά και να μην καταλήξουν να έχουν τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων. «Θα εξετάσουμε αναγκαίες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, με ειδική μέριμνα για την ενίσχυση του εξωδικαστικού συμβιβασμού και τη δημιουργία κανόνων διευθέτησης», αναφέρει στο σημείο αυτό ο υπουργός.

-«στην περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα παρέμβουμε στο θεσμικό πλαίσιο, διατηρώντας τις θετικές ρυθμίσεις του «νόμου Δένδια» και προσθέτοντας συγκεκριμένους κανόνες που θα ισχύουν υποχρεωτικά και δεν θα επαφίεται η εφαρμογή τους στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών», αναφέρει ο κ. Σταθάκης και εξηγεί: «Συγκεκριμένα, θα διατηρηθούν τα κίνητρα για τη ρύθμιση χρεών προς τις τράπεζες και το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία) και θα μπει αθροιστικό όριο για τη μηνιαία δόση, το οποίο, καθώς η επιχείρηση θα ανακάμπτει δεν θα υπερβαίνει το 40% επί των κερδών της, διασφαλίζοντας ότι δεν θα απειληθεί μελλοντικά από ασφυξία».

Από το έγγραφο του υπουργού Οικονομίας προκύπτει εξάλλου ότι το υπουργείο επεξεργάζεται αναπτυξιακό νόμο που θα προβλέπει την τόνωση των έμμεσων μορφών κρατικών ενισχύσεων. Ο νέος νόμος θα δίνει έμφαση στην απασχόληση και την περιβαλλοντική προστασία για τις επιλεγόμενες επιχειρήσεις ενώ αιχμή θα είναι τα κίνητρα σε νεανικές, κοινωνικές, ιδιωτικές και άλλες επιχειρήσεις. Ο νόμος θα επικεντρώνεται σε οικονομικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας, στις νέες τεχνολογίες και σε παραγωγικούς κλάδους στους οποίους η χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα, κατεύθυνση που συνάδει και με τον προσανατολισμό του ΣΕΣ 2014-2020 (νέο ΕΣΠΑ). Προϋπόθεση για όλα τα προαναφερθέντα, είναι για το υπουργείο, η εκ βάθρων αναδιάρθρωση της διοικητικής δομής που διαχειρίζεται τις ιδιωτικές επενδύσεις και τους αναπτυξιακούς νόμους.

Προτεραιότητα θα αποτελέσει και η δημιουργία ενός διαφανούς και αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου που απλοποιεί τις γραφειοκρατικές διαδικασίες με κέντρα εξυπηρέτησης επιχειρήσεων στη βάση του πετυχημένου θεσμού των ΚΕΠ.

Στην ίδια κατεύθυνση το υπουργείο Οικονομίας θα προωθήσει τη θεσμική και λειτουργική αναβάθμιση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ώστε να γίνει πιο παραγωγική και αποτελεσματική στις παρεμβάσεις της στην αγορά όσο και της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς ώστε να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις που διαφαίνονται ύποπτες αποκλίσεις.

Εξάλλου το υπουργείο προωθεί νομοθεσία για την αναγραφή καθαρών τιμών στα τιμολόγια πώλησης ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αδυναμίας προσδιορισμού «καθαρών» τιμών χονδρικής. Ταυτόχρονα να προχωρήσει η δημιουργία Παρατηρητηρίου Τιμών πρώτων υλών και μηχανολογικού εξοπλισμού. Στόχος της πολιτικής ηγεσίας είναι οι παραπάνω κινήσεις να επιτρέψουν στις δυνάμεις του ανταγωνισμού να οδηγήσουν χαμηλότερα τις τιμές βασικών αγαθών και υπηρεσιών.

Όπως εξάλλου ενημερώνει ο υπουργός, σχεδιάζεται η δημιουργία μιας αναπτυξιακής τράπεζας ή ενός επενδυτικού ταμείου που θα προσανατολίζεται στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η προσπάθεια αυτή θα γίνει μέσα από την ενοποίηση υφιστάμενων δομών, όπως π.χ. το ΕΤΕΑΝ ή ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται ότι χρειάζεται μια διεύρυνση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που εστιάζει σε μικρού και μεσαίου μεγέθους έργα υποδομών, ικανά να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, καθώς επίσης και στη στήριξη της εξαγωγικής δραστηριότητας.

Το έγγραφο του κ. Σταθάκη διαβιβάστηκε στη Βουλή μετά από ερώτηση που είχε καταθέσει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Κρεμαστινός με την οποία ζητούσε να ενημερωθεί τι θα πράξει η κυβέρνηση για να προσελκύσει επενδύσεις και σε τι είδους ανάπτυξη στοχεύει η κυβέρνηση.

«Από το 2009 έως το 2013, σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε γύρω στο 23% (μείωση 55 δις ευρώ σε απόλυτους αριθμούς). Το βασικό πρόβλημα του δημόσιου χρέους την περίοδο 2009-2013 αυξήθηκε κατά 48% και σε απόλυτους αριθμούς κατά 18,1 δις ευρώ (στοιχεία ΟΔΔΗΧ). Τα στοιχεία αυτά φαίνεται πως χειροτερεύουν και το 2014. Η ανεργία σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το β΄ τρίμηνο του 2014 εκτινάχθηκε στο 26,6%, σε απόλυτους αριθμούς πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνεργοι, παρά τις μικρές μειώσεις συγκριτικά με τον Νοέμβριο του 2013 και τον Οκτώβριο του 2014», επισημαίνει στην απάντησή του ο κ. Σταθάκης και υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα μια χώρα της ευρωζώνης υπέστη ένα ακραίο πρόγραμμα λιτότητας που οδήγησε σε εσωτερική υποτίμηση καθώς και την μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία. Ωστόσο, η κρίση ποτέ δεν ήταν μόνο ελληνική ούτε μόνο ευρωπαϊκή, έχει παγκόσμιο και πολύπλευρο χαρακτήρα (κρίση χρέους, χρηματοπιστωτική κρίση, ανθρωπιστική κρίση). Σήμερα, σχεδόν επτά χρόνια μετά το 2008, η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει να επιλύσει την κρίση, με τα προβλήματα χρέους της Ιταλίας, της Ισπανίας κλπ να καραδοκούν. Αντί λοιπόν μιας κοινής ευρωπαϊκής λύσης, επιλέχθηκε η δημοσιονομική πειθαρχία και η εσωτερική υποτίμηση εν είδει τιμωρίας, λες και η Ελλάδα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όσα συνέβησαν. Αποτέλεσμα, όχι μόνο να μη λυθούν τα προβλήματα της χώρας αλλά να διογκωθούν. Τα δεδομένα δείχνουν την πλήρη αποτυχία των προγραμμάτων προσαρμογής και άρα την αναγκαιότητα αλλαγής πλεύσης, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρωζώνη».

Αποτελεί κανόνα ότι η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης μιας χώρας. Τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής παραβιάσανε κατάφωρα τον κανόνα αυτό και παρά την πρωτοφανή αναδιάρθρωση του 2012 (PSI), το χρέος υπό τις παρούσες συνθήκες παραμένει μη βιώσιμο, «πνίγοντας» τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, αναφέρει ο υπουργός Οικονομίας και προσθέτει πως «η επιστροφή της χώρας σε μια αναπτυξιακή πορεία είναι συνάρτηση εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Από τη μία η κυβέρνηση δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο και την ορθή διαχείριση και ροή διαθέσιμων πόρων (ΕΣΠΑ, ΠΔΕ, ιδιωτικές επενδύσεις σε εξέλιξη ή εν αναμονή). Από την άλλη είναι αναγκαία μια στρατηγική των ευρωπαϊκών θεσμών ανάπτυξης (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο) αλλά και της ΕΚΤ, που θα συνδυάζει την αποπληρωμή του χρέους με αναπτυξιακά εργαλεία».