Σε υψηλότερα επίπεδα, σε σχέση με την προηγούμενη τριμηνιαία έκθεσή του, τοποθετεί τον πήχη της ανάπτυξης το ΙΟΒΕ.

Όπως ανέφερε ο διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας κατά τη διάρκεια παρουσίασης της δεύτερης τριμηνιαίας έκθεσης, ο πήχης της ανάπτυξης με βάση το βασικό σενάριο στο οποίο δεν θα σημειωθεί νέα έξαρση της πανδημίας στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, η ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα είναι ταχύτερη της αναμενόμενης και οι παρεμβάσεις στήριξης, όπως και οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα διαμορφωθούν υψηλότερα από ό,τι στον προϋπολογισμό, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν νωρίτερα φέτος, με ρυθμό 5,0-5,5%. 

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ αύξηση του ΑΕΠ θα προέλθει κυρίως από άνοδο των εξαγωγών (+12% με +15%) και της ιδιωτικής κατανάλωσης (+3,5% με +5,5%). Αύξηση θα σημειωθεί και στις επενδύσεις (+14% με +17%). Η δημόσια κατανάλωση επίσης θα ενισχυθεί, από 3,0% έως 4,5%. Η ισχυρά ανερχόμενη εγχώρια ζήτηση θα αποτυπωθεί στη ζήτηση για εισαγωγές (+10% με +13%).

ΙΟΒΕ: Το αρνητικό σενάριο

Εφόσον σημειωθεί νέα έξαρση της πανδημίας, εγχωρίως και διεθνώς, που θα επενεργήσει αρνητικά στην τουριστική περίοδο, αλλά και στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης, διευρύνοντας ωστόσο περαιτέρω τις παρεμβάσεις στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, η ανάπτυξη θα συγκρατηθεί στην περιοχή του 2,5-3,0%.

Οι βελτιωμένες εκτιμήσεις της δεύτερης τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ βασίζονται στη μικρότερη ύφεση έναντι της αναμενόμενης που καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο του 2021, στην καλύτερη οικονομική κατάσταση της ευρωζώνης, στη διατήρηση των μέτρων στήριξης και της μετάθεσης των ιδιωτικών πληρωμών λόγω της πανδημίας.

Σύμφωνα με τον Νίκο Βέττα:

  • Συνολικά, η νέα κρίση, λόγω της πανδημίας, έχει πλήξει την ελληνική οικονομία περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές. 
  • Το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί τελικά η οικονομία θα εξαρτηθεί φυσικά και από την περαιτέρω εξέλιξη της πανδημίας και των όποιων επόμενων αναγκαίων μέτρων και κυρίως την εξέλιξη στο εισόδημα από εισερχόμενο τουρισμό. 
  • Συνολικά, κατά την επόμενη πενταετία, οι ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας μπορεί να είναι ισχυροί, υπερβαίνοντας υπό προϋποθέσεις το 3%, κατά μέσο όρο. Σε αυτό συντείνει, σειρά παραγόντων όπως το κόστος χρηματοδότησης που αναμένεται να παραμείνει χαμηλό λόγω των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών, η μειωμένη αβεβαιότητα και η εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλα προγράμματα της ΕΕ. 
  • Το μεγάλο επενδυτικό κενό μπορεί σταδιακά να μειωθεί όπως και η ανεργία, τροφοδοτώντας την ανάπτυξη, με την οικονομία να πλησιάζει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητές της. 
  • Σε αυτό το διάστημα η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα να μεγεθυνθεί περισσότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
  • Υπάρχουν, όμως, σχετικά κρίσιμα ερωτήματα και απαραίτητες συνθήκες ώστε αφενός πράγματι η μεγέθυνση να είναι ισχυρή και αφετέρου να συνεχιστεί και μετά την πρώτη περίοδο. Αυτά αφορούν την ενίσχυση της δομής και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Βασική προϋπόθεση είναι η εφαρμογή ουσιαστικών δομικών μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα και τις αγορές. 
  • Η πρόοδος στις παραπάνω πτυχές της οικονομίας, είναι προϋπόθεση ώστε να εκμεταλλευτεί το κύμα ανάκαμψης μετά την πανδημία και να μην κυριαρχήσουν τα υπόγεια ρεύματα της οικονομίας, που εκφράζονται από εσωστρεφή παραγωγή, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση και χαμηλή ανταγωνιστικότητα.
  • Πρέπει επίσης να λάβει χώρα σε συνθήκες που θα  αντιστρέφουν τα τρέχοντα δημοσιονομικά ελλείμματα, ώστε να υπάρχει αξιόπιστη πορεία της οικονομίας, που είναι προϋπόθεση και για την ανάπτυξή της.