Η Βρετανία αποφάσισε να αποπληρώσει τα κρατικά ομόλογα που είχε εκδώσει το 1927 ο τότε Μέγας Θησαυροφύλακας της χώρας Ουίνστον Τσόρτσιλ προκειμένου να καλύψει δάνεια που είχαν συναφθεί τον 18ο αιώνα, κατά την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων και κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε σήμερα ότι θα καταβάλλει 218 εκατομμύρια λίρες (περίπου 277 εκατομμύρια ευρώ) στους κατόχους αυτών των ομολόγων του μεσοπολέμου, τα οποία τότε είχαν εκδοθεί με ετήσιο επιτόκιο 4%, χωρίς όμως συγκεκριμένη ημερομηνία αποπληρωμής του κεφαλαίου.

Μέχρι σήμερα η βρετανική κυβέρνηση έχει πληρώσει τόκους ύψους 1,26 δισεκατομμυρίων λιρών και θεωρεί πλέον πιο επικερδές να αποπληρώσει το κεφάλαιο.

Τα ομόλογα εκδόθηκαν από τον τότε υπουργό Οικονομικών Ουίνστον Τσόρτσιλ για να πληρωθούν τα δάνεια που είχε συνάψει τα προηγούμενα χρόνια το Λονδίνο. Μεταξύ αυτών των δανείων ήταν και τα «εθνικά πολεμικά ομόλογα» του 1917 με τα οποία χρηματοδοτήθηκε η βρετανική προσπάθεια κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ένα μέρος όμως των ομολόγων του 1927 κάλυψε πολύ παλαιότερες υποχρεώσεις: ορισμένες ανάγονταν στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η Βρετανία χρειάστηκε να καλύψει τη χρεοκοπία της Εταιρείας Νοτίων Θαλασσών (είχε το προνόμιο του αποκλειστικού εμπορίου με τις αποικίες της Νότιας Αμερικής) που καταστράφηκε κατά την οικονομική κρίση της λεγόμενης «Φούσκας της Νότιας Θάλασσας».

Ένα άλλο μέρος των ομολόγων του μεσοπολέμου κάλυψε τα χρέη που είχαν συσσωρευθεί από τη χώρα κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους (19ος αιώνας) και τον Πόλεμο της Κριμαίας (1853-56).

Το υπουργείο θα πληρώσει τους 11.200 ιδιώτες ή εταιρείες που διακρατούν τα ομόλογα του 1927. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι κληρονόμοι των αρχικών δανειστών και διεκδικούν τουλάχιστον 10.000 λίρες (12.700 δολάρια) ο καθένας.

Το υπουργείο Οικονομικών διευκρίνισε ότι η Βρετανία συνεχίζει να πληρώνει επιτόκια για τα 2 δισεκατομμύρια λίρες του χρέους που συσσωρεύτηκε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που αποτελεί «σαφή ένδειξη των συνεπειών του πολέμου αυτού για τη χώρα μας και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων που είχε στο δημόσιο χρέος».