«Ο στόχος της αμοιβαιοποίησης του δημοσίου χρέους, πράγματι, συζητείται εκτεταμένα στα ευρωπαϊκά όργανα, αλλά η επίτευξή του παραμένει πολιτικά δύσκολη ελλείψει του απαραίτητου θεσμικού υποβάθρου» σημείωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, σχολιάζοντας την έκθεση του κοινοβουλευτικού Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, η οποία αντιμετωπίζει θετικά το ενδεχόμενο «αμοιβαιοποίησης» του δημοσίου χρέους ή της ανάληψης του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).

Ο κ. Σταϊκούρας εκτίμησε πως «η εισαγωγή του κοινού νομίσματος επιβάλλει σύγκλιση επιτοκίων και με την κρίση χρέους, την επέκταση ωρίμανσης του χρέους και την ανάληψη μέρους αυτών από τα κράτη μέλη, ο αναχρηματοδοτικός κίνδυνος που ανακύπτει εκτιμάται ότι θα αντιμετωπισθεί από κάποιου είδους ανάληψη του αναχρηματοδοτικού κινδύνου, ή μέρους αυτού, από κοινούς θεσμούς».

Σύμφωνα με την Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, όπως την παρουσίασε στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ο συντονιστής του, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, «το χρέος και ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ, δεν πρόκειται να τεθεί σε τροχιά μείωσης και να γίνει βιώσιμο έως το 2020 ή το 2022 αποκλειστικά με εθνικές προσπάθειες αποταμίευσης (δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεις), χωρίς οποιαδήποτε αναδιάρθρωση ή αναδιάταξή του».

«Πλεονάσματα διαρκείας επιπέδου 5%, η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει πως δεν είναι εφικτά» συμπλήρωσε και ο έτερος εκπρόσωπος του Γραφείου Προϋπολογισμού, Πάνος Καζάκος.

Εξάλλου, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο επιστροφής στις αγορές το 2014, οι συντάκτες της Έκθεσης επισημαίνουν πως «αποτελεί ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014 για να καλύψει με λογικούς όρους τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους, μαζί και με τυχόν έκτακτες ανάγκες (…) Το χρέος θα παραμείνει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία και θα εμποδίζει την επιστροφή στις αγορές…».

Εκτιμώντας πως τα όποια μέτρα για τη διευκόλυνση εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους (μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση ή μορατόριουμ αποπληρωμής κλπ) είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανά να ανακουφίσουν την ελληνική οικονομία από το βάρος του δημοσίου χρέους, το Γραφείο υποδεικνύει τη διέξοδο του «κουρέματος του χρέους εντός της Ευρωζώνης»- κάτι που, ωστόσο, αποτελεί «πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα» για τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ.

«Ένα επιθετικά προβαλλόμενο αίτημα από την ελληνική πλευρά, που θα αγνοούσε τις ανησυχίες των εταίρων, θα επιβάρυνε τις διακρατικές μας σχέσεις, με ανυπολόγιστες οικονομικές συνέπειες» σημειώνεται στην Έκθεση. «Η έκβαση μίας διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση του χρέους εξαρτάται και από την αξιοπιστία της χώρας, η οποία με τη σειρά της μετράται με την εξέλιξη της δημοσιονομικής μας πολιτικής, των μεταρρυθμίσεων και της αξιοποίησης των φυσικών πόρων (…). Όσο καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις και οι άλλες αποφάσεις, η οικονομική κατάσταση θα επιβαρύνεται και οι διαπραγματευτικές δυνατότητες θα ελαχιστοποιούνται» προστίθεται.

Το «κούρεμα εντός της ΕΕ» είναι εφικτό να δρομολογηθεί μεσοπρόθεσμα- εκτιμούν οι συντάκτες της Έκθεσης- μέσω της ανάληψης του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ESM (κάτι που ισοδυναμεί με ελάφρυνση του ελληνικού χρέους κατά 30 δισ.), ή μία περιορισμένη χρονικά, κοινή εγγύηση των χρεών που υπερβαίνουν το όριο του Μάαστριχτ (60% του ΑΕΠ) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στην παλέτα των αντίστοιχων προτάσεων, εντάσσει η Έκθεση και τις ιδέες του οικονομολόγου Γιάννη Βαρουφάκη για ανάληψη αντίστοιχων ποσοστών χρεών από την ΕΚΤ.

Η αναφορά στις ιδέες του Έλληνα οικονομολόγου, προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Βουλής, Κώστα Μαρκόπουλου, ο οποίος δήλωσε πως η συγκεκριμένη αναφορά «του έκανε πολύ κακή εντύπωση, καθώς ο κ. Βαρουφάκης έχει πει τα πάντα τα δύο τελευταία χρόνια».

Από την πλευρά του, ο κ. Σταϊκούρας εκτίμησε πως η επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου για νέο δανεισμό, εδράζεται σε ένα πλαίσιο αρχών, όπως η σύνταξη και υλοποίηση ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση του κράτους και της οικονομίας, τη διατήρηση της σχέσης αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης με τους εταίρους, τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων προκειμένου να επιστρέψουν επενδυτές στη χώρα, και την περαιτέρω ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας.

Μέχρι την έξοδο στις αγορές κεφαλαίου, τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου πρόκειται να καλυφθούν με repos του ελληνικού Δημοσίου, με αντισυμβαλλόμενους κάποιους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Με αυτόν τον τρόπο, το Δημόσιο θα μπορέσει να εξασφαλίσει πέραν των 3 δισ. ευρώ άμεσα, για διαχείριση ρευστότητας, ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.