Το κόστος της επιμήκυνσης του χρόνου που πρέπει να λάβει η Ελλάδα για να ανταποκριθεί στους στόχους του μνημονίου θα είναι μικρότερο, συγκριτικά με εκείνο που θα υπήρχε σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, επισημαίνει σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Γερμανός Γιοργκ Άσμουσεν, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Σε συνέντευξή του στην ολλανδόφωνη εφημερίδα του Βελγίου «De Tijd», ο κ. Άσμουσεν αναφέρει:

«Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνουμε την αποτίμηση του ελληνικού προγράμματος. Δεν επιθυμώ να εικοτολογήσω επί του αιτήματος για χορήγηση επιμήκυνσης δύο ετών. Μια τέτοια επιμήκυνση θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα ενός συνολικού πακέτου μέτρων. Κάτι τέτοιο είναι όμως δυνατό εάν οι υπόλοιπες 16 χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ δώσουν την συγκατάθεσή τους για να υπάρξει επιπλέον χρηματοδότηση. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να δώσει παρεπόμενη χρηματοδότηση διότι θα πρόκειται για μια νομισματική χρηματοδότηση. Είναι επιθυμητό η Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωζώνη. Εάν κάτι τέτοιο απαιτεί επιπλέον βοήθεια για ένα ή δύο χρόνια, το κόστος θα είναι τελικά κατά πολύ χαμηλότερο από το κόστος από μια έξοδο της Ελλάδας ή μια στάση πληρωμών».

Παραδέχθηκε, μάλιστα, ότι «πράγματι η κατάσταση του ελληνικού χρέους έχει επιδεινωθεί από την αναδιάρθρωση του Μαρτίου. Αυτό αποτελεί συνέπεια των χαμηλότερων του αναμενόμενου εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις, της χαμηλότερης από το αναμενόμενο οικονομικής ανάπτυξης και της πιθανής μετάθεσης των δημοσιονομικών στόχων κατά δύο χρόνια. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΚΤ, σε περίπτωση που η τρέχουσα πολιτική δεν μεταβληθεί, το ελληνικό χρέος θα ισοδυναμεί με κάτι παραπάνω από το 140% του ΑΕΠ το 2020. Τις επόμενες μέρες πρέπει να φτάσουμε σε μια συμφωνία για επιπρόσθετα ελληνικά μέτρα και συμπληρωματική βοήθεια από την πλευρά των άλλων χωρών της ευρωζώνης προκειμένου το ελληνικό χρέος να καταστεί βιώσιμο».