«Θα πρέπει να υπάρξει ένα στοιχείο ελάφρυνσης του χρέους» δηλώνει σήμερα στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι. Παράλληλα, ξεκαθαρίζει στην Αθήνα ότι «προς το συμφέρον όλων είναι η ταχεία υλοποίηση των μέτρων που συμφωνήθηκαν, με βάση το χρονοδιάγραμμα που έχει καθοριστεί» και προειδοποιεί ότι τα λεφτά της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών θα διατεθούν «μετά την πρώτη αξιολόγηση» και την εκπλήρωση των όρων που έχουν σχέση με τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τέλος, στέλνει κι ένα μήνυμα προς τους Ελληνες: «Μην αφήσετε να σας κυριεύσει ξανά η απόγνωση».

Σε ερώτηση για την άρση των capital controls ο κ. Ντράγκι σημειώνει «η απόφαση για την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, όπως άλλωστε και για την άρση αυτών των περιορισμών, εναπόκειται στην ελληνική κυβέρνηση. Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να τους εφαρμόσει εξαιτίας μιας σειράς εξελίξεων που έφεραν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε πολύ δυσχερή θέση, με μαζικές εκροές καταθέσεων. Ηταν μια περίοδος κατά την οποία οι αποταμιευτές και οι καταθέτες είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις τράπεζες. Η τραπεζική αργία και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων που αποφάσισε τότε η ελληνική κυβέρνηση ήταν ο μόνος τρόπος να σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα βραχυπρόθεσμα και επομένως να προστατευτούν τόσο οι καταθέτες όσο και οι δανειολήπτες. Αντιστοίχως, η ελληνική κυβέρνηση θα αποφασίσει την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων όταν θα έχει πειστεί ότι η εμπιστοσύνη έχει αποκατασταθεί».

Αναφορικά με την επιβολή του περιορισμού κίνησης κεφαλαίων και τις κατηγορίες που δέχθηκε η ΕΚΤ για αυτή, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ισχυρίστηκε ότι «δεχόμαστε ποικίλες επικρίσεις σε διαφορετικές χώρες. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ήμασταν υπερβολικά επιεικείς με τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, άλλοι ότι ήμασταν υπερβολικά σκληροί. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό είναι το τίμημα της ανεξαρτησίας μας. Η αλήθεια όμως είναι ότι η ΕΚΤ δεσμεύεται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση. Δεν υπήρξε ειδική μεταχείριση είτε υπέρ είτε κατά της Ελλάδας. Έχουμε εξαρχής καταστήσει σαφές ότι η έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα (emergency liquidity assistance – ELA) δεν μπορεί να παρέχεται απεριόριστα και πρέπει να υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους. Η ενίσχυση αυτή χορηγείται μόνο σε φερέγγυες τράπεζες και έναντι επαρκούς εξασφάλισης. Η υποβάθμιση της ποιότητας των απαιτούμενων εξασφαλίσεων για τη χορήγηση ELA και το γεγονός ότι οι εκροές καταθέσεων συνέχισαν να αυξάνονται, κατέστησαν τα όρια αυτά συναφή. Στο πλαίσιο αυτό, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων ήταν απλώς ένα μέτρο που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπίσει τις μαζικές εκροές καταθέσεων που προκάλεσε η έλλειψη εμπιστοσύνης. Η προσοχή πρέπει τώρα να εστιαστεί στο μέλλον και στην εξομάλυνση της κατάστασης κατά τον καλύτερο και γρηγορότερο δυνατό τρόπο».

Αναφερόμενος στο φλέγον ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ο Μάριο Ντράγκι υπογράμμισε ότι «έχει ήδη διατεθεί μια πρώτη δόση 10 δισ. ευρώ για πιθανές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης και εξυγίανσης τραπεζών. Μια δεύτερη δόση ύψους έως 15 δισ. ευρώ θα μπορέσει να διατεθεί μετά την πρώτη αξιολόγηση και το αργότερο έως τις 15 Νοεμβρίου, με την προϋπόθεση ότι θα έχουν ολοκληρωθεί ο προγραμματισμένος έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού (Asset Quality Review – AQR) και η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) και θα έχουν εκπληρωθεί οι απαιτήσεις της αξιολόγησης σε σχέση με τον χρηματοπιστωτικό τομέα».

Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο επιβολής bail in (κούρεμα καταθέσεων) για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ο Ντράγκι σημείωσε πως «η ΕΚΤ επέμεινε ότι η διάσωση με ίδια μέσα (κούρεμα των καταθέσεων) θα πρέπει να αποκλειστεί, καθώς έκρινε ότι ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν αντιπαραγωγικό για την οικονομική ανάκαμψη και επιζήμιο για την ελληνική οικονομία. Θα είχε πολύ αρνητικό αντίκτυπο στον ιδιωτικό τομέα. Το Eurogroup αποδέχθηκε την άποψή μας. Είναι απαραίτητο οι ελληνικές αρχές να επισπεύσουν την εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ούτως ώστε η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης να μπορέσει να ολοκληρωθεί εντός του τρέχοντος έτους. Η ολοκλήρωσή της θα είναι ένα σημαντικό βήμα στην προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των καταθετών και των αγορών στις ελληνικές τράπεζες».

Σε ερώτηση για το κατά πόσο έχει αποκλειστεί πλέον ένα ενδεχόμενο Grexit, ο επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι «από την πλευρά της ΕΚΤ, το ενδεχόμενο αυτό δεν τέθηκε ποτέ. Πιστεύω ότι έχουμε υπάρξει συνεπείς ως προς αυτή τη θέση στο παρελθόν, ό,τι κι αν έλεγαν ή φέρονταν ότι έλεγαν κάποιοι».  Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «η ΕΚΤ πάντα ενεργεί με βάση την υπόθεση ότι τα σημερινά μέλη της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης θα παραμείνουν μέλη της και ότι η Ελλάδα είναι ένα από αυτά. Δεν εναπόκειται στην ΕΚΤ να αποφασίζει ποιες χώρες είναι μέλη της Ζώνης του Ευρώ. Η ΕΚΤ έχει ενεργήσει και θα συνεχίσει να ενεργεί βάσει αυτής της αρχής».

Όσον αφορά στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και τη χρονική συγκυρία στην οποία πρέπει να υλοποιηθεί, ο Μάριο Ντράγκι σημείωσε ότι «

δύο στοιχεία θα είναι σημαντικά τους επόμενους μήνες. Το πρώτο είναι αυτό που μόλις ανέφερα: ισχυρή κυριότητα του προγράμματος και αποφασιστικότητα για την εφαρμογή του. Το δεύτερο αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους. Εχουμε εκφράσει ανησυχίες σχετικά με την τρέχουσα βιωσιμότητα του χρέους. Κατά την άποψή μας, θα πρέπει να υπάρξει ένα στοιχείο ελάφρυνσης του χρέους. Ωστόσο, η ελάφρυνση αυτή δεν θα είναι αξιόπιστη αν δεν συνοδεύεται από το πρώτο στοιχείο. Είναι καίριας σημασίας η κυβέρνηση, καθώς και ο λαός, να ταυτιστεί με τους στόχους του προγράμματος, δηλαδή την επαναφορά της ανάπτυξης, της δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης στην ελληνική οικονομία. Με το να ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι εξαναγκάζεται από εξωτερικές δυνάμεις να προβεί σε πράξεις είναι σαν να αυτοαναιρείται, καθώς οι Ελληνες πολίτες που θα κληθούν να κάνουν κάποιες θυσίες βραχυπρόθεσμα θα ρωτήσουν την κυβέρνησή τους «Γιατί;» – «Γιατί να το κάνουμε αυτό, αν εσείς οι ίδιοι δεν το πιστεύετε;». Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι μια χρόνια πρόκληση που ανακύπτει στο πλαίσιο προγραμμάτων που έχουν σχεδιαστεί και αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων με διεθνή όργανα. Γι’ αυτό θέλω να επαναλάβω ότι η ανάληψη της κυριότητας είναι σημαντική. Η κυριότητα και η συμμόρφωση θα προσδώσουν αξιοπιστία στην ελάφρυνση του χρέους, με δεδομένες κυρίως τις οικονομικές εξελίξεις τους τελευταίους 10-12 μήνες».

Επιπλέον, στο ερώτημα κατά πόσο «θα είχε νόημα αυτού του είδους η ελάφρυνση χρέους να είχε γίνει στην αρχή του προγράμματος ή όταν επιτεύχθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα» σημείωσε πως «πάρχουν δύο απαντήσεις σε αυτό. Πρώτον –και μάλιστα αυτή η ερώτηση μου έχει τεθεί σε σχέση και με άλλες χώρες σε πρόγραμμα που αντιμετώπισαν παρόμοιες καταστάσεις στο παρελθόν– είναι πολύ δύσκολο να εξετάζεις με την οπτική που έχεις σήμερα μια πραγματικότητα που ίσχυε πριν από τέσσερα, πέντε ή έξι χρόνια. Οι συνθήκες τότε ήταν πολύ διαφορετικές: για παράδειγμα, δεν υπήρχε πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, δεν υπήρχε τραπεζική ένωση και η ΕΚΤ δεν είχε ακόμα ενεργοποιήσει ασπίδες προστασίας. Δεύτερον, έως και πριν από έναν χρόνο ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν τέτοιος που δεν απέκλειε τελείως τη βιωσιμότητα του χρέους. Εκτοτε, η κατάσταση έχει αλλάξει: από κάποιες απόψεις προς το καλύτερο, από άλλες προς το χειρότερο ― συμπεριλαμβανομένων των αποκλίσεων από τη συμφωνηθείσα πολιτική και της συνακόλουθης επιδείνωσης των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας».

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη Ντράγκι στην Καθημερινή της Κυριακής