Σε χαμηλά επίπεδα παραμένει η εισπραξιμότητα του ΕΦΚΑ από τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2025. Μόλις το 66,4% των απαιτητών εισφορών κατέστη δυνατό να εισπραχθεί, με το 33,6% να παραμένει ανεξόφλητο, δημιουργώντας εκκρεμότητες που επηρεάζουν άμεσα το ύψος των μελλοντικών συντάξεων.
Συγκεκριμένα, από συνολικά απαιτητές εισφορές ύψους 748,78 εκατ. ευρώ, ο ΕΦΚΑ εισέπραξε 497,26 εκατ. ευρώ, ενώ τα απλήρωτα ποσά ανήλθαν σε 251,51 εκατ. ευρώ. Η εισπραξιμότητα μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2024, όταν το αντίστοιχο ποσοστό είχε διαμορφωθεί σε 72,4%, καταγράφοντας πτώση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε έναν χρόνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των ανεξόφλητων οφειλών συγκεντρώνεται στην πρώτη και πλέον «οικονομική» ασφαλιστική κατηγορία, με μηνιαίο ασφάλιστρο 255 ευρώ, όπου ανήκει το 90% των μη μισθωτών. Για το 2025, στην πρώτη αυτή κατηγορία υπάγονται 924.273 ασφαλισμένοι, από τους οποίους εισπράχθηκαν μόλις 382 εκατ. ευρώ από απαιτούμενα 625 εκατ. ευρώ, με το ποσοστό εισπραξιμότητας να κυμαίνεται στο 61,18%.
Αντίθετα, στις υψηλότερες ασφαλιστικές κλίμακες η εισπραξιμότητα εμφανίζεται σαφώς βελτιωμένη, φτάνοντας το 89,5% στη δεύτερη κατηγορία και σχεδόν το 94% στην έκτη, με ασφάλιστρα 670 ευρώ μηνιαίως. Τα δεδομένα αυτά υποδηλώνουν ότι όσοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν υψηλότερες ασφαλιστικές κατηγορίες διατηρούν πληρέστερη συνταξιοδοτική κάλυψη, καταβάλλοντας τις εισφορές τους κανονικά.
Για το τρέχον έτος, η αύξηση των εισφορών κατά 2,7%, σε απόλυτη συνάρτηση με τον πληθωρισμό, φαίνεται πως επηρέασε αρνητικά τις εισπράξεις, παρά το γεγονός ότι ο ΕΦΚΑ ζητούσε αυξημένα ποσά. Η τάση αυτή προβλέπεται να ενταθεί το 2026, όταν η αύξηση των εισφορών θα ακολουθεί τον νέο δείκτη μισθών, που εκτιμάται ότι θα είναι διπλάσια του πληθωρισμού, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ικανότητα των μη μισθωτών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Χαμηλές εισφορές, χαμηλές συντάξεις και αδιέξοδο για τους περισσότερους

Η πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών που κατατάσσονται στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία δεν διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να ανεβάσει το επίπεδο των εισφορών της, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται σε χαμηλές μελλοντικές συντάξεις. Με ποσοστό συμμετοχής σχεδόν 90% στην πρώτη κλίμακα, οι ασφαλισμένοι αυτοί κινδυνεύουν να λάβουν συντάξεις κάτω από 900 ευρώ μεικτά μετά από 40 χρόνια ασφάλισης.
Συγκεκριμένα, για 40 χρόνια ασφάλισης στην πρώτη κατηγορία, η σύνταξη υπολογίζεται περίπου στα 880 ευρώ μεικτά, ενώ για 30 χρόνια πέφτει στα 670 ευρώ. Αντίθετα, όσοι ασφαλίζονται στην έκτη κατηγορία μπορούν να προσδοκούν σε σύνταξη που αγγίζει τα 1.800 ευρώ μεικτά (40 έτη) ή τα 1.200 ευρώ (30 έτη).
Στους αγρότες, οι διαφορές είναι επίσης σημαντικές: η πρώτη κατηγορία αποφέρει σύνταξη περίπου 250 ευρώ μεικτά, ενώ η ανώτατη 6η κατηγορία ανεβάζει το ποσό στα 670 ευρώ μεικτά.
Είναι σαφές πως για να αποφύγουν τις παγίδες των χαμηλών συντάξεων, οι επαγγελματίες θα πρέπει να διανύσουν το μεγαλύτερο μέρος του ασφαλιστικού τους βίου σε ασφαλιστικές κατηγορίες τουλάχιστον τρίτης ή τέταρτης τάξης, κάτι που προϋποθέτει βέβαια και μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα.