Η ένταση στη Μέση Ανατολή και η αναζωπύρωση των γεωπολιτικών ρίσκων στις θαλάσσιες οδούς ενέργειας και εμπορίου διαμορφώνουν ένα σκηνικό αυξημένης αβεβαιότητας, το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Από την άνοδο των ενεργειακών τιμών έως τις επιπτώσεις στον τουρισμό, τη ναυτιλία και το εμπορικό ισοζύγιο, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολυπαραγοντική κρίση, η οποία, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα με συντονισμένο τρόπο, μπορεί να ανακόψει τη μέχρι πρότινος εύθραυστη αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Η ελληνική οικονομία, έντονα εξαρτημένη από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους, βρίσκεται στο επίκεντρο των ανατιμήσεων που πυροδοτεί η αναταραχή στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι διεθνείς τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου καταγράφουν σημαντική άνοδο -με το Brent να διαπραγματεύεται σταθερά άνω των 80 δολαρίων το βαρέλι- εντείνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις στο εσωτερικό και επιβαρύνοντας κάθε μορφή οικονομικής δραστηριότητας.

Το ενδεχόμενο περαιτέρω επιδείνωσης, ειδικά σε περίπτωση διακοπής της ροής ενέργειας μέσω των Στενών του Ορμούζ, εγείρει τον κίνδυνο εκτίναξης των τιμών σε επίπεδα άνω των 110-120 δολαρίων ανά βαρέλι. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι επιπτώσεις για την παραγωγή, τη μεταφορά και την τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές, οδηγώντας σε γενικευμένες αυξήσεις κόστους.

Η επιπλέον επιβάρυνση στα καύσιμα μετακυλίεται ήδη στην τελική κατανάλωση: από τα βιομηχανικά προϊόντα μέχρι τα είδη πρώτης ανάγκης, η αύξηση του κόστους δημιουργεί μια δεύτερη, έμμεση πληθωριστική πίεση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο μηχανισμός ελέγχου της αισχροκέρδειας, παρότι ενεργοποιείται από τις αρμόδιες αρχές, κρίνεται ανεπαρκής για την αποτροπή ενός νέου κύματος ανατιμήσεων.

Τουρισμός: Πυλώνας υπό απειλή

Γεμάτα φεύγουν τα πλοία από τουρίστες

Ο τουριστικός τομέας, ο οποίος αναλογεί σε περίπου 20% του ΑΕΠ της χώρας και αποτελεί έναν από τους βασικούς μοχλούς εξωστρεφούς ανάπτυξης, αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις. Οι ακυρώσεις πτήσεων, η επιφυλακτικότητα από αγορές όπως το Ισραήλ, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και η συνολικότερη νευρικότητα που προκαλείται από την ανασφάλεια, επηρεάζουν άμεσα τις κρατήσεις και περιορίζουν την τουριστική ζήτηση.

Προορισμοί με υψηλή εξάρτηση από την ισραηλινή αγορά -όπως η Ρόδος, η Κρήτη και η Σαντορίνη- εμφανίζουν ήδη τα πρώτα σημάδια κάμψης της ζήτησης. Παράλληλα, η υποχώρηση των κρατήσεων στις κρουαζιέρες και στα σύνθετα τουριστικά πακέτα διαμορφώνει έναν φαύλο κύκλο με επιπτώσεις σε απασχόληση, τοπικά εισοδήματα και κρατικά έσοδα.

Η ελληνική ναυτιλία, που συνεισφέρει σημαντικά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αποτελεί τον μεγαλύτερο παγκόσμιο στόλο υπό εθνική σημαία, αντιμετωπίζει αυξημένα κόστη λειτουργίας. Οι εντάσεις στα θαλάσσια περάσματα -κυρίως στα Στενά του Ορμούζ και στην Ερυθρά Θάλασσα- οδηγούν σε άνοδο των ασφαλίστρων και αύξηση των ναύλων, ιδίως για τα πλοία μεταφοράς υγρών καυσίμων.

Ταυτόχρονα, η επιμήκυνση των διαδρομών -σε μια προσπάθεια αποφυγής των επικίνδυνων ζωνών- οδηγεί σε καθυστερήσεις και αύξηση των logistics costs. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη γενικότερη αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές, διαταράσσει τη σταθερότητα των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, πλήττοντας ιδιαίτερα εξωστρεφείς επιχειρήσεις με έντονη εξαγωγική δραστηριότητα.

Η επιδείνωση της κατάστασης έχει επίσης αντίκτυπο στις ελληνικές εξαγωγές, καθώς πολλές από τις αγορές-στόχους βρίσκονται στη γεωγραφική σφαίρα της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η αστάθεια, ο αυξανόμενος κίνδυνος αθέτησης πληρωμών και οι δυσκολίες στη μεταφορά προϊόντων ανατρέπουν τον εξαγωγικό σχεδιασμό επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κρίσιμους τομείς, όπως τα τρόφιμα, τα χημικά και τα δομικά υλικά.

Η νέα ενεργειακή πίεση απειλεί να πυροδοτήσει έναν δεύτερο γύρο πληθωρισμού, τη στιγμή που οι μισθολογικές αυξήσεις και οι επιδοματικές παρεμβάσεις δεν επαρκούν για να απορροφήσουν τις ανατιμήσεις. Ο κίνδυνος «δεύτερου κύματος» αυξήσεων στις τιμές καταναλωτή, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του πραγματικού εισοδήματος, περιορίζει την ιδιωτική κατανάλωση, ασκώντας επιπρόσθετες πιέσεις στον ρυθμό ανάπτυξης.

Η προγραμματισμένη απόσυρση του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους τον Ιούνιο αναμένεται να λειτουργήσει ως καταλύτης για την περαιτέρω άνοδο των τιμών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι εποπτικές αρχές παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, ωστόσο η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν επαρκεί για την ανάσχεση των επιπτώσεων.

Οι εξελίξεις μεταφράζονται σε αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης χρέους για το ελληνικό Δημόσιο, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων ανεβαίνουν εν μέσω παγκόσμιας αβεβαιότητας. Η περιορισμένη ρευστότητα, η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και η κόπωση της κατανάλωσης ενδέχεται να οδηγήσουν σε αναθεώρηση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του έτους.

Η ανάγκη διατήρησης της επενδυτικής βαθμίδας καθιστά επιτακτική τη λήψη στοχευμένων μέτρων, χωρίς όμως να διακυβεύεται η δημοσιονομική πειθαρχία. Το οικονομικό επιτελείο καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και στην αποφυγή δημοσιονομικών αποκλίσεων που θα έθεταν σε κίνδυνο την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές.