Ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την αγορά ακινήτων και την ευρύτερη οικονομία αφορά τα χιλιάδες ακίνητα που παραμένουν κλειστά, τα οποία βρίσκονται στα χέρια εταιρειών διαχείρισης δανείων – servicers. Αυτά τα ακίνητα αποτελούν μια σημαντική δεξαμενή κατοικιών, η αξιοποίηση της οποίας μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για την αύξηση της προσφοράς στέγης σε μια περίοδο που η ζήτηση για κατοικίες όχι μόνο υπερβαίνει την προσφορά, αλλά παράλληλα τα ενοίκια κινούνται σε επίπεδα που καθιστούν την πρόσβαση στη στέγη ιδιαίτερα δύσκολη για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών.
Στη βάση αυτή, στην πρόσφατη συνάντηση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κ. Πιερρακάκη, και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εξετάστηκαν με προσοχή οι τρόποι ώστε να ανοίξουν στην αγορά τα κλειστά ακίνητα χωρίς να οδηγηθούν σε μαζικούς πλειστηριασμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο το στεγαστικό πρόβλημα και να δημιουργήσουν κοινωνικές εντάσεις. Ανάλογες συζητήσεις έχουν υπάρξει και μεταξύ κορυφαίων παραγόντων της αγοράς και τραπεζιτών.
Στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων βρέθηκε η ανάγκη για μια συστημική λύση που θα επιτρέψει τη ρύθμιση των δανείων που αντιστοιχούν στα συγκεκριμένα ακίνητα, δίνοντας τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες ή τους διαχειριστές να επαναφέρουν τα σπίτια στην αγορά. Η πρόθεση είναι να αποτραπεί η επίπονη και συχνά ανασταλτική διαδικασία των πλειστηριασμών, η οποία ως μέτρο έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα και μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα στη συνολική αγορά ακινήτων.
Η κινητοποίηση αυτή έχει ως απώτερο στόχο να «ανοίξουν» όσο το δυνατόν περισσότερα από τα περίπου 800.000 ακίνητα που σήμερα παραμένουν κλειστά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις επαγγελματιών του κλάδου. Με την είσοδο αυτών των κατοικιών στην αγορά, η προσφορά στέγης θα ενισχυθεί σημαντικά, με θετικές συνέπειες για τους ενοικιαστές και τους υποψήφιους αγοραστές, αλλά και για τη συνολική σταθερότητα του κλάδου.
Παράλληλα με την ανάγκη αύξησης της διαθεσιμότητας κατοικιών, τα υψηλά ενοίκια αποτελούν ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα που επιβαρύνει την πρόσβαση στη στέγη, ιδιαίτερα για νοικοκυριά με μεσαία ή χαμηλά εισοδήματα. Η έλλειψη επαρκούς προσφοράς οδηγεί σε έντονη πίεση στις τιμές, με αποτέλεσμα τα ενοίκια να καταγράφουν σταθερή άνοδο, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τις επιλογές των πολιτών και επιβαρύνει το βιοτικό τους επίπεδο.
Μέτρα που συνδυάζουν το «καρότο» με το «μαστίγιο»

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η διπλή πρόκληση – της περιορισμένης προσφοράς και των αυξανόμενων τιμών – σχεδιάζονται μέτρα που συνδυάζουν το «καρότο» με το «μαστίγιο»: θα δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες να διαθέσουν τις κατοικίες τους στην αγορά, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις ή ευνοϊκές ρυθμίσεις, ενώ ταυτόχρονα θα θεσπιστούν αντικίνητρα για όσους επιλέγουν να κρατούν τα ακίνητα αδρανή, εμποδίζοντας την κυκλοφορία τους. Η προσέγγιση αυτή στοχεύει στη δημιουργία μιας ισορροπίας, που θα ενθαρρύνει τη ρευστοποίηση χωρίς να δημιουργεί πρόσθετα κοινωνικά προβλήματα.
Παράλληλα, η συνολική συζήτηση για την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά ακινήτων εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που περιλαμβάνει και τις πρόσφατες εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα. Η συμφωνία για την αύξηση της συμμετοχής της Unicredit στην Alpha Bank, παρά τις διεθνείς οικονομικές αβεβαιότητες, θεωρείται ένδειξη εμπιστοσύνης και ισχύος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η σταθερότητα αυτή δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την υλοποίηση πολιτικών που θα στηρίξουν την αγορά κατοικίας και θα προωθήσουν λύσεις που μέχρι σήμερα παρέμεναν σε εκκρεμότητα.
Στο ίδιο πλαίσιο, υπάρχει ευρεία αποδοχή και στήριξη της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, που στοχεύει στην άρση εμποδίων και περιορισμών ανάμεσα στις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ολοκλήρωση αυτής της ένωσης αναμένεται να διευκολύνει την ελεύθερη ροή κεφαλαίων και υπηρεσιών, συμβάλλοντας έτσι και στην καλύτερη λειτουργία της αγοράς ακινήτων.
Αξίζει να τονιστεί ότι το πρόβλημα των κλειστών ακινήτων δεν είναι καινούργιο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει συσσωρευτεί με τα χρόνια, μέσα από συνδυασμό οικονομικών, διοικητικών και κοινωνικών παραγόντων. Η διαχείρισή του απαιτεί συγκροτημένες και μακροπρόθεσμες λύσεις, οι οποίες να λαμβάνουν υπόψη τις πολλαπλές πλευρές του προβλήματος και να αποφεύγουν βιαστικές κινήσεις που μπορεί να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο το στεγαστικό πρόβλημα.
Ταυτόχρονα, η ανάγκη για αύξηση της προσφοράς στέγης μέσα από την αξιοποίηση των κλειστών ακινήτων έχει άμεση σχέση με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Η πρόσβαση σε προσιτή και ποιοτική στέγη είναι βασικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής και οικονομικής ευημερίας. Η ενεργοποίηση αυτής της δεξαμενής ακινήτων μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης για μια πιο ισορροπημένη και υγιή αγορά κατοικίας.
Συνολικά, το στοίχημα που έχει τεθεί είναι σημαντικό: να βρεθούν βιώσιμες λύσεις που θα δώσουν ανάσα στην αγορά, θα ενισχύσουν την οικονομία και θα προσφέρουν απτές βελτιώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών, αποφεύγοντας παράλληλα τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να προκαλέσουν μαζικοί πλειστηριασμοί ή η αδράνεια σημαντικού μέρους της ακίνητης περιουσίας.