Ο υπουργός Εργασίας Άδωνις Γεωργιάδης επισήμανε πως στόχος της κυβέρνησης είναι να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις ασφαλιστικές εισφορές στο μέλλον, δίνοντας με αυτό τον τρόπο «ανάσα» στις επιχειρήσεις. Πιο αναλυτικά, στην αποκάλυψη πως η κυβέρνηση σχεδιάζει την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1% από τις αρχές του 2024 προχώρησε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Άδωνις Γεωργιάδης μιλώντας στο συνέδριο του Economist «The Third Thessaloniki Metropolitan Summit».

Παράλληλα επεσήμανε πως είναι πρόθεση της κυβέρνησης να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις ασφαλιστικές εισφορές στο μέλλον. Σημείωσε, δε, ότι στην παρούσα περίοδο, η ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται σε σταθερό σημείο, με το ποσοστό ανεργίας στο 10,8%, «την καλύτερη απόδοση των τελευταίων 15 χρόνων», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο μόνος κλάδος που αυτή τη στιγμή -θεωρητικά- δεν αντιμετωπίζει αυξημένες ανάγκες είναι ο κλάδος της ανεργίας, καθώς υποχωρούν οι δαπάνες του για επιδόματα λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης της ανεργίας. «Ενώ το ποσοστό της ανεργίας είναι πάνω του 10%, αυτό που είναι παράδοξο είναι όλοι όσοι έρχονται στο γραφείο μου, μου ζητούν να εγκρίνω την εργασία ανθρώπων από τρίτες χώρες. Είναι παράδοξο και παράξενο, που έχουμε τόση ζήτηση για εισαγόμενο προσωπικό. Γι’ αυτό, η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση και πέρασε από τη Βουλή ένα νομοσχέδιο μεταρρυθμιστικό με μια πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση, που δίνει την ευκαιρία στους εργαζόμενους να εργάζονται με πιο ευέλικτο τρόπο και με πιο υψηλές απολαβές», σημείωσε ο κ. Γεωργιάδης και πρόσθεσε: «θα συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις με ταχύτερο ρυθμό, ώστε να αυξήσουμε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο».

Υπογραμμίζοντας τη μεγάλη έλλειψη ανειδίκευτου προσωπικού που υπάρχει και στην Ελλάδα, όπως στην Ισπανία και την Ιταλία, αλλά και τις βόρειες χώρες, ο υπουργός Εργασίας και Πρόνοιας ανέφερε ότι την περίοδο από το 1990 έως και πριν από δύο χρόνια, στη χώρα μας έρχονταν για εργασία 600.000 άτομα από την Αλβανία και «περισσότεροι από 200.000 απ’ αυτούς έφυγαν από εδώ και κατευθύνθηκαν στην Ιταλία και την Ισπανία».