Στο ζήτημα της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων επικεντρώνεται η δεύτερη κατά σειρά μελέτη του ΙΟΒΕ που αφορά την περιβαλλοντική διαχείριση.

Η διαχείριση των στερεών απορριμμάτων σχετίζεται με τον έλεγχο της παραγωγής, αποθήκευσης, συλλογής, μεταφοράς, επεξεργασίας και τελικής διάθεσης των στερεών αποβλήτων, σε εναρμόνιση με τη διατήρηση της δημόσιας υγιεινής, του φυσικού περιβάλλοντος και της οικονομικής ανάπτυξης.

Η ανεξέλεγκτη εδαφική διάθεση των στερεών απορριμμάτων δημιουργεί συνθήκες που απειλούν τη βιωσιμότητα των φυσικών οικοσυστημάτων αλλά και τη δημόσια υγεία. Ταυτόχρονα, η απόρριψη στο περιβάλλον υλικών τα οποία θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν, δε συμβαδίζει με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.

Η μετατροπή των παραπροϊόντων κάθε παραγωγικής και καταναλωτικής διαδικασίας σε πρώτες ύλες, μπορεί να συμβάλλει στην εξοικονόμηση φυσικών πόρων και στη μείωση του περιβαλλοντικού αντικτύπου αυτών των διαδικασιών, τονίζει το ΙΟΒΕ, προσθέτοντας ότι το ζήτημα της διαχείρισης απορριμμάτων δεν έχει μόνο αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον, αλλά σχετίζεται με ευρύτερες πολιτικές, ενώ έχει και οικονομικές διαστάσεις.

Το πλαίσιο της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, οι τεχνικές και οργανωτικές προδιαγραφές του συστήματος διαχείρισης στερεών αποβλήτων ρυθμίζονται από νομοθεσία που δεν είναι ακόμα πλήρως εναρμονισμένη με την αντίστοιχη κοινοτική, καθώς εκκρεμεί η εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/98/ΕΚ. Η ενσωμάτωσή της όμως αναμένεται να περατωθεί μέχρι το τέλος του 2010.

Την κύρια ευθύνη της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων έχουν οι Περιφέρειες, οι οποίες συντάσσουν τον περιφερειακό σχεδιασμό διαχείρισης των αποβλήτων.

Ο εθνικός σχεδιασμός διαχείρισης – επικινδύνων και μη – απορριμμάτων ο οποίος απαρτίζεται από τους επιμέρους περιφερειακούς σχεδιασμούς, αποτελεί το βασικό εργαλείο χάραξης στρατηγικής από τα αρμόδια υπουργεία.

Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (είτε αυτόνομα, είτε μέσω ΦοΔΣΑ) έχουν κεντρικό ρόλο στο σύστημα, καθώς είναι υπεύθυνοι για την υλοποίηση των έργων διαχείρισης (αποκατάσταση ΧΑΔΑ, φροντίδα ΧΥΤΑ) και την εφαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής προς τους ΧΥΤΑ.

Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει συγκεκριμένους στόχους για την εναλλακτική διαχείριση, αλλά και ρητά χρονοδιαγράμματα, ενώ για την επίτευξη των στόχων προβλέπονται σχετικά απλοποιημένες διαδικασίες.

Η παραγωγή των στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η παραγωγή στερεών απορριμμάτων ανά κάτοικο, δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλή: Η χώρα βρίσκεται στη 14η θέση ανάμεσα στα 27 μέλη της Ε.Ε. Ωστόσο, η διαχείριση των στερεών αποβλήτων έρχεται αντιμέτωπη με αρκετές προκλήσεις οι οποίες απειλούν τη δημόσια υγιεινή και τα τοπικά οικοσυστήματα.

Σε εθνικό επίπεδο, στο σύνολο των παραχθέντων απορριμμάτων (με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα), ο μεγαλύτερος παραγωγός είναι τα νοικοκυριά. Ακολουθεί ο κλάδος των εκσκαφών, τα απορρίμματα από τη δασοκομία, τον αγροτικό τομέα, το κυνήγι και την αλιεία και, τέλος, τα επικίνδυνα απορρίμματα.

Πρακτικές Διαχείρισης
Το εθνικό σύστημα διαχείρισης βασίζεται κυρίως στην εδαφική διάθεση και λιγότερο στην εναλλακτική διαχείριση (ανακύκλωση και κομποστοποίηση) των απορριμμάτων. Σημαντικό ποσοστό (που κυμαίνεται μεταξύ 75% και 85%) των διαχειρισθέντων απορριμμάτων, οδεύει προς χώρους ταφής που πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ΧΥΤΑ) ή προς χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης (ΧΑΔΑ).

Οι προσφυγές στο ευρωπαϊκό δικαστήριο και η θέσπιση υψηλών προστίμων τόσο για τους εν λειτουργία ΧΑΔΑ όσο και για τους ΧΑΔΑ που δεν έχουν αποκατασταθεί, δημιούργησε την ανάγκη συμμόρφωσης με τα ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά.

Παρ’ όλα αυτά, η πλήρης αποκατάσταση δεν έχει επιτευχθεί: μέχρι σήμερα, έχει αποκατασταθεί το 71% των ΧΑΔΑ, ενώ το 15% βρίσκεται σε καθεστώς άμεσης αποκατάστασης.

Ωστόσο, όπως τονίζει το ΙΟΒΕ, σημαντικές (αν και μη καταμετρηθείσες) εκτιμάται ότι είναι οι ποσότητες που απορρίπτονται παράνομα σε τοπικά οικοσυστήματα, ενώ σπάνιες αλλά υπαρκτές είναι οι περιπτώσεις όπου απορρίμματα που χρήζουν ειδικής διαχείρισης οδηγούνται στην ταφή χωρίς να έχουν ληφθεί ειδικά μέτρα.

Εξάλλου, φλέγον παραμένει το ζήτημα της διαχείρισης των επικινδύνων απορριμμάτων, τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται ήδη 14 ιδιωτικές εταιρείες. Σήμερα, τα επικίνδυνα απόβλητα αποθηκεύονται «προσωρινά», ενώ μικρό ποσοστό οδεύει σε χώρες της Ευρώπης προς αξιοποίηση, μια πρακτική η οποία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ακριβή.

Επίσης μπορεί η εναλλακτική διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα να βρίσκεται ακόμα σε πολύ χαμηλά επίπεδα, παρ’ όλα αυτά δείχνει να ενισχύεται διαχρονικά.

Σε απόλυτα ποσοστά, η ανακύκλωση βρίσκεται χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ε.Ε.-15), όμως ο κλάδος της ανακύκλωσης – ως επιχειρηματική δραστηριότητα – αναδεικνύεται σε έναν από τους αναπτυσσόμενους κλάδους της ελληνικής οικονομίας και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον και ξένων επενδυτών.

Η ανοδική τάση που σημειώνεται τα τελευταία έτη, συνεπάγεται ενίσχυση της πράσινης επιχειρηματικότητας, αυξάνοντας την απασχόληση κατά 50% (ετήσια μεταβολή για το διάστημα 2008 – 2009).

Από την άλλη πλευρά η διάσταση της ενεργειακής αξιοποίησης των απορριμμάτων απουσιάζει από την ελληνική διαχειριστική εικόνα, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται υψηλότερα (ως τεχνική διαχείρισης) από την ταφή, στην ιεράρχηση των επιλογών της Ε.Ε.

Μπορεί η κατασκευή και λειτουργία μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης (Waste to Energy – WtE) να διέπεται από συγκεκριμένη νομοθεσία που προστατεύει τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, ωστόσο η ενδεχόμενη κατασκευή μονάδων WtE πυροδοτεί σειρά αντιδράσεων από ΜΚΟ και ομάδες πολιτών.