Ένα αρχαιοελληνικό ασημένιο νόμισμα παρουσιάζεται πως βρίσκεται ανάμεσα στους θησαυρούς που εκλάπησαν από το Βρετανικό Μουσείο.

Με το σκάνδαλο να διογκώνεται καθημερινώς από τις αποκαλύψεις των βρετανικών ΜΜΕ και ήδη έχει προκληθεί σάλος στη βρετανική κοινωνία με δεδομένο πως η κλοπή ήταν συστηματική από το 2013 και αφορά «περίπου 2000 αντικείμενα».

Ανάμεσα στους θησαυρούς που λείπουν είναι κοσμήματα και αρχαία νομίσματα σύμφωνα με αστυνομική πηγή των «The Times», ενώ φαίνεται ότι «οι αποθήκες – θησαυροφυλάκια του Βρετανού Μουσείου λεηλατήθηκαν για περισσότερα από 20 χρόνια» από «κλεπτομανή».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ που αναπαράγει η ΕΡΤ, τα κλεμμένα αντικείμενα φέρεται να είναι τα εξής:

  • Μικροσκοπικό αρχαιοελληνικό ασημένιο νόμισμα, που αποκτήθηκε το 1948
  • Ένα ρωμαϊκό νόμισμα του 4ου αιώνα μ.Χ., που αποκτήθηκε το 1994
  • Δαχτυλίδι στις αρχές του 20ου αιώνα, που αποκτήθηκε το 2001
  • Ομάδα 42 τεμαχίων από διαφορετικά χειροποίητα αγγεία, που αποκτήθηκαν το 2001
  • Όστρακο χείλους, σε σχήμα στρογγυλεμένο, που ανήκει σε χειροποίητο αγγειοπλαστικό μπολ, και αποκτήθηκε το 2001
  • Ομάδες 439, 42, 40 και 17 τεμαχίων από διαφορετικά χειροποίητα αγγεία, που αποκτήθηκαν το 2001
  • Σκαλιστοί ξύλινοι σκόρερ οπίου σε σχήμα βατράχου, πουλιού και δύο με αφηρημένο σχήμα, που αποκτήθηκαν το 2009
  • Θραύσμα ημισελήνου από σχιστόλιθο, που αποκτήθηκε το 1963
  • Ασημένια αλυσίδα που αποτελείται από τρεις κρίκους από λεπτό ασημένιο σύρμα με στρογγυλή διατομή, που αποκτήθηκε το 1932
  • Κρεμαστό φύλλο σύνθεσης με επικάλυψη πράσινο γυαλί
  • Κολιέ, χάντρες σύνθεσης με μπλε υάλινη επικάλυψη
  • Χάντρα σύνθεσης, που αποκτήθηκε το 1834
  • Γυάλινο coin-weight, που αποκτήθηκε πριν από το 1868
  • Κεραμικό φωτιστικό, που αποκτήθηκε το 1872

Οι διεκδικήσεις για τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Από τη μεριά της η «The Telegraph» χαρακτήρισε ντροπιαστική αποτυχία το σκάνδαλο και σημειώνει πως «αποδυναμώνει» τις βρετανικές διεκδικήσεις «για θησαυρούς όπως τα Γλυπτά του Παρθενώνα».

Στο μεταξύ, στη δημοσιότητα δίνονται και νέες πληροφορίες για τη δράση πληροφοριοδότη που παρουσιάζεται πως είχε ενημερώσει υψηλόβαθμα στελέχη του Βρετανικού Μουσείου.

«Ο πληροφοριοδότης έδωσε στο Βρετανικό Μουσείο την ευκαιρία να ανακόψει τις εξαφανίσεις χωρίς δημοσιότητα. Το ότι δεν έκανε καμία ενέργεια όπως εικάζεται, ήταν παράλειψη καθήκοντος και κατέστησε πιο δύσκολο να αντιπαρατεθεί στις απαιτήσεις για επαναπατρισμό σημαντικών τμημάτων της συλλογής, όπως τα μάρμαρα του Έλγιν», υποστηρίζει το δημοσίευμα.

Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα πιθανώς δίνει ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου που μιλάει για πρώτη φορά από την αποκάλυψη του σκανδάλου της κλοπής. Ο Χάρτουϊκ Φίσερ εξέφρασε «απογοήτευση» για το ότι η «οικειοποίηση αντικειμένων από τη συλλογή του δεν ήταν εμφανής όταν εκφράστηκαν για πρώτη φορά ανησυχίες το 2021».

«Έχουμε πλέον λόγους να πιστεύουμε ότι το άτομο που εξέφρασε ανησυχίες είχε πολλά περισσότερα αντικείμενα στην κατοχή του και είναι απογοητευτικό που δεν μας αποκαλύφθηκε αυτό καθώς θα βοηθούσε τις έρευνες μας», δήλωσε ο Χάρτουϊκ Φίσερ.

Ο Ίταϊ Γκράντελ, ο Δανός έμπορος αντικών που ειδοποίησε το 2021 το Βρετανικό Μουσείο για τις κλοπές, αποκάλυψε στην Τέλεγκραφ ότι έχει αγοράσει 70 αντικείμενα που ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο, τα οποία έχει πλέον επιστρέψει.

Είναι έντονη πλέον η κριτική για «έλλειψη σωστής καταλογογράφησης» καθώς πολλά αντικείμενα «εξαφανίστηκαν» επειδή δεν υπήρχε επαρκής καταγραφή τους.

Στην περίπτωση των κοσμημάτων, όπως είπε στην ΕΡΤ ο Κρίστοφερ Μαρινέλλο, οι εγκληματίες προτιμούν να πουλάνε τα αντικείμενα ως μέταλλο και τα πετράδια χωριστά για να ξανακοπούν και να χαθεί η ταυτότητα τους, παρόλο που θα πάρουν ελάχιστα χρήματα συγκριτικά με την αρχική αξία των αντικών.

Η αστυνομική έρευνα για το μεγάλο σκάνδαλο του Βρετανικού Μουσείου συνεχίζεται χωρίς να έχουν γίνει συλλήψεις, ενώ μόνο ο επιμελητής των αρχαιοελληνικών συλλογών απολύθηκε τον Ιούλιο. Η οικογένεια του αρνείται κάθε κατηγορία.

Ο διευθυντής του Μουσείου ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι θα παραιτηθεί και η διαδικασία αναζήτησης του αντικαταστάτη του θα αρχίσει τον Σεπτέμβριο. Μέχρι στιγμής κανείς δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη για το σκάνδαλο, ενώ το Βρετανικό Υπουργείο Πολιτισμού παραμένει σιωπηλό.