Για τουλάχιστον 90 χρόνια, η διαθήκη του πρίγκιπα Φίλιππου θα παραμείνει μυστική προκειμένου να προστατεύσει «την αξιοπρέπεια και την υπόσταση» της βασίλισσας Ελισάβετ, αναφέρει απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Μια σύμβαση που έχει ισχύ εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα προβλέπει ότι με τον θάνατο ενός ανώτερου μέλους της βρετανικής βασιλικής οικογένειας τα δικαστήρια καλούνται να σφραγίσουν τις διαθήκες τους. Κάτι που σημαίνει ότι, σε αντίθεση με τις περισσότερες διαθήκες, εκείνη του δούκα του Εδιμβούργου δεν θα ανοίξει για δημόσιο έλεγχο.

Θα γίνει μια ιδιωτική διαδικασία σε 90 χρόνια για να αποφασιστεί αν μπορεί να αποσφραγιστεί, αναφέρει το BBC.

Η ακρόαση για την αίτηση να σφραγιστεί η διαθήκη έγινε επίσης ιδιωτικά τον Ιούλιο από τον Sir Andrew McFarlane, ανώτατο δικαστή σε ζητήματα οικογενειακού δικαίου.

Ο δικαστής άκουσε επιχειρήματα από δικηγόρους που εκπροσωπούσαν την περιουσία του δούκα και από τον γενικό εισαγγελέα, τον κύριο νομικό σύμβουλο της κυβέρνησης. Η απόφασή του δημοσιεύτηκε χθες, Πέμπτη.

Ο Sir Andrew ανέφερε ότι ως πρόεδρος του τμήματος Οικογενειακού Δικαίου του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ο θεματοφύλακας ενός χρηματοκιβωτίου που περιέχει περισσότερους από 30 φακέλους, κάθε ένας από τους οποίους περιέχει τη σφραγισμένη διαθήκη ενός νεκρού μέλους της βασιλικής οικογένειας.

Και για πρώτη φορά σε περισσότερα από 100 χρόνια, καθόρισε μια διαδικασία με την οποία οι διαθήκες αυτές θα μπορούσαν να δημοσιευτούν. «Θεώρησα πως, λόγω της συνταγματικής θέσης της βασίλισσας, είναι απαραίτητο να υπάρχει μια ειδική πρακτική σε σχέση με τις βασιλικές διαθήκες.

Υπάρχει μια ανάγκη να ενισχυθεί η προστασία των πραγματικά ιδιωτικών πτυχών των ζωών αυτής της περιορισμένης ομάδας ανθρώπων προκειμένου να διατηρηθεί η αξιοπρέπεια της βασίλισσας και των στενών μελών της οικογένειάς της», δήλωσε ο δικαστής.

Σημείωσε ακόμη ότι δεν έχει δει τη διαθήκη του πρίγκιπα Φίλιππου και πως δεν έχει γνώση για το περιεχόμενό της, πέρα από την ημερομηνία εκτέλεσής της και την ταυτότητα του διορισμένου εκτελεστή της. Αποφάσισε επίσης να γίνει η ακρόαση ιδιωτικά γιατί πιθανότατα θα είχε «πολύ μεγάλη δημοσιότητα». «Αποδέχθηκα το επιχείρημα ότι, ενώ υπάρχει δημόσια περιέργεια ως προς τις ιδιωτικές ρυθμίσεις που μπορεί να επιλέξει να κάνει ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας στη διαθήκη του, δεν υπάρχει πραγματικό δημόσιο ενδιαφέρον για το κοινό γνωρίζοντας αυτές τις εντελώς ιδιωτικές πληροφορίες», τόνισε.

Σύμφωνα με τον νομικό και βασιλικό εμπειρογνώμονα Michael L Nash, συγγραφέα για τις βασιλικές διαθήκες στη Βρετανία από το 1509 έως το 2008, ο νέος νομικός μηχανισμός επινοήθηκε αφότου ο πρίγκιπας Φραγκίσκος άφησε πολύτιμα σμαράγδια από τη βασίλισσα στην ερωμένη του, την κοντέσα του Κίλμορι.

Στις δηλώσεις του, ο Sir Andrew σημείωσε ότι μετά από 90 χρόνια κάθε βασιλική διαθήκη θα ανοίγει και θα εξετάζεται από τον ιδιωτικό δικηγόρο του μονάρχη, τον φύλακα των Βασιλικών Αρχείων, τον γενικό εισαγγελέα και από ενδεχομένως, εκπροσώπους του νεκρού που μπορεί να είναι ακόμα διαθέσιμοι.

Εκείνοι θα αποφασίζουν εάν η διαθήκη μπορεί να δημοσιοποιηθεί σε εκείνο το στάδιο, αλλά ο Sir Andrew είπε ότι κάποια βασιλική διαθήκη μπορεί να μην δημοσιευτεί ποτέ, έστω και μερικώς.

Η αποσφράγιση θα πρέπει να πραγματοποιείται από έναν επαγγελματία αρχειοφύλακα για να διασφαλιστεί ότι τα έγγραφα και οι σφραγίδες διατηρούνται σωστά. Περαιτέρω λεπτομέρειες της διαδικασίας θα αποφασιστούν από το δικαστήριο πριν αρχίσει να αποσφραγίζει την πρώτη από τις διαθήκες.

Ο δικηγόρος της βασίλισσας και ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξαν ότι οι διαθήκες θα πρέπει να σφραγιστούν για 125 χρόνια, αλλά ο Sir Andrew είπε ότι τα 90 χρόνια είναι ένα «επαρκές» χρονικό διάστημα.

O Sir Andrew σημείωσε ακόμη ότι σκοπεύει να δημοσιεύσει ένα παράρτημα με τα ονόματα στους 30 φακέλους στο χρηματοκιβώτιο, αλλά μόνο υπό προϋποθέσεις.

Ένα όνομα που δεν θα συμπεριλαμβάνεται είναι αυτό της Νταϊάνα, πριγκίπισσας της Ουαλίας. Σε αντίθεση με άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας, η διαθήκη της δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό της το 1997, αποκαλύπτοντας ότι η πλειοψηφία της περιουσίας της θα δινόταν σε μορφή καταπιστεύματος στους γιους της, έως ότου έφταναν στην ηλικία των 25 ετών.