Χιλιάδες γάλλοι επιχειρηματίες, μία από τις λίγες σημαντικές επαγγελματικές κατηγορίες που είχαν μείνει να υποστηρίζουν τη μεταρρυθμιστική πολιτική της γαλλικής κυβέρνησης, βγήκαν χθες στους δρόμους του Παρισιού και της Τουλούζης για να καταγγείλουν τους «ασφυκτικούς» περιορισμούς στην οικονομική τους δραστηριότητα.

Εγκαινίασαν έτσι μια εβδομάδα πρωτοφανών κινητοποιήσεων σε όλη τη Γαλλία, που ασκούν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση σε μια στιγμή που η Δεξιά και η ακροδεξιά οπλίζονται για την ανάληψη της εξουσίας.

Στη διαδήλωση του Παρισιού έλαβαν μέρος 6.000 άνθρωποι, σύμφωνα με τη Γενική Συνομοσπονδία Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων που εκπροσωπεί 600.000 επιχειρήσεις με λιγότερους από 250 υπαλλήλους. Ανάλογες κινητοποιήσεις έχουν οργανώσει και οι άλλες εργοδοτικές ενώσεις της Γαλλίας.

Στην πρωτεύουσα, οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν κοντά στο Μπερσί, την έδρα των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Κρατώντας πανώ με συνθήματα όπως «Ποιος θα πληρώσει τους μισθούς σας;» και «Δεν μας μένει πλέον τίποτα», φώναζαν ότι δεν τους καταλαβαίνει κανείς. «Είμαστε απελπισμένοι», δήλωσε ο Ζαν-Εντ ντι Μενίλ, γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας.

Το αφεντικό των αφεντικών, ο πρόεδρος της Ενωσης Επιχειρήσεων της Γαλλίας (Medef) Πιερ Γκατάζ, είχε προετοιμάσει το κλίμα με δηλώσεις του λίγες ώρες νωρίτερα: «Εμείς οι επιχειρηματίες δεν αντέχουμε πια. Ασφυκτιούμε». Ο ίδιος άνθρωπος επαινούσε τον περασμένο Αύγουστο το κυβερνητικό σχέδιο με βάση το οποίο οι εργοδότες θα επωφεληθούν τα επόμενα χρόνια από τη μείωση κατά 41 δισεκατομμύρια ευρώ των φόρων και των εισφορών. Τώρα, ο Γκατάζ ισχυρίζεται ότι από το 2011 ως το 2013 οι επιχειρήσεις δέχθηκαν μια φορολογική πίεση ύψους 36 δισεκατομμυρίων και ότι τον τελευταίο καιρό έχουν επιβληθεί νέα βάρη που αντιστοιχούν σε άλλα 3 δισεκατομμύρια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, κάθε χρόνο κλείνουν πάνω από 60.000 επιχειρήσεις.

Τα παράπονα των εργοδοτών αυτή τη στιγμή είναι τρία. Το πρώτο αφορά τις ρυθμίσεις για δέκα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα, οι οποίες θα αρχίσουν να ισχύουν από τον Ιανουάριο. Οι εργαζόμενοι σε αυτά τα επαγγέλματα θα μπορούν να συνταξιοδοτούνται δύο χρόνια νωρίτερα από τους υπόλοιπους και θα έχουν δικαίωμα στο μέλλον σε μειωμένο ωράριο χωρίς μείωση των αποδοχών τους. «Το σχέδιο αυτό είναι εντελώς ανεφάρμοστο», διαμαρτύρονται οι επιχειρηματίες. Σύμφωνα με υπολογισμούς της κυβέρνησης, στις κατηγορίες αυτές μπορεί να περιλαμβάνεται και το 15% των εργαζομένων.

Το δεύτερο μέτρο για το οποίο διαμαρτύρονται οι εργοδότες τούς απαγορεύει να υπογράφουν προσωρινές συμβάσεις με λιγότερες από 24 ώρες εργασίας την εβδομάδα. Και το τρίτο μέτρο υποχρεώνει τις επιχειρήσεις με λιγότερους από 250 εργαζόμενους να ενημερώνουν τους υπαλλήλους τους δύο μήνες νωρίτερα για την πρόθεσή τους να κλείσουν την επιχείρηση.

Η κινητοποίηση των εργοδοτών, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις διαμαρτυρίες του 1999 κατά του 35ώρου, ανάγκασε την κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους συμβιβασμού. Ο υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν έδωσε στη δημοσιότητα ένα έγγραφο με τίτλο «Νέο φορολογικό καθεστώς», όπου αναφέρεται ότι τα πρόσφατα φορολογικά βάρη στα οποία αναφέρθηκε ο Γκατάζ δεν θα έχουν αναδρομική ισχύ και θα ισχύσουν από τον χρόνο.

Ο υπουργός Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν δέχθηκε το απόγευμα αντιπροσωπεία των διαδηλωτών. «Προσπάθησε να μας καθησυχάσει», δήλωσε στη συνέχεια ο ντι Μενίλ.

Σε μια άλλη κίνηση για να εκτονώσει την ένταση, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το μέτρο για τα βαριά επαγγέλματα θα εφαρμοστεί το 2015 μόνο για τέσσερα επαγγέλματα, ενώ για τα άλλα έξι θα ισχύσει από το 2016. «Αν δεν υπάρξει συμφωνία, θα συνεχίσουμε τις κινητοποιήσεις», έσπευσε να δηλώσει ο ντι Μενίλ.

Η κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ δεν φαίνεται πάντως να έχει ενιαία γραμμή απέναντι σε αυτή τη νέα πρόκληση. Πηγές του υπουργείου Οικονομίας δήλωσαν στην Ελ Παϊς ότι κατανοούν την αντίδραση των επιχειρηματιών, αλλά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στεφάν Λε Φολ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι κινητοποιήσεις είναι ακατανόητες. Και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλιστών Μπρινό Λε Ρου παραπονέθηκε ότι παρά τη βοήθεια προς τις επιχειρήσεις, εκείνες αρνούνται να προχωρήσουν σε επενδύσεις.