Τα ονόματά τους τούς προκαλούν φρίκη και ξυπνούν μνήμες του παρελθόντος που «στοίχειωσαν» την ανθρωπότητα.

Χωρίς να το θέλουν οι Rainer Hoess, Katrin Himmler, Bettina Goering, Monika Hertwig «σχετίζονται» με τις θηριωδίες των Ναζί και προσπαθούν να ξεπεράσουν το γεγονός ότι οι πρόγονοί τους διέπραξαν αυτά τα φρικιαστικά εγκλήματα.

Ο Rainer Hoess θυμάται ότι όταν ήταν μικρό παιδί η μητέρα του τού έδειξε ένα οικογενειακό κειμήλιο. Τη θυμάται να σηκώνει ένα βαρύ καπάκι από ένα πυρίμαχο αντικείμενο, το οποίο «κοσμούσε» μια τεράστια σβάστικα, και μέσα στο οποίο υπήρχαν παλιές οικογενειακές φωτογραφίες.

Έδειχναν τον πατέρα του όταν ήταν παιδί να παίζει με τα αδέρφια του στο κήπο του μεγάλου σπιτιού τους. Το σπίτι είναι πισίνα με τσουλήθρα, ένα σκάμμα με άμμο –ένα πολύ ειδυλλιακό οικογενειακό σκηνικό- με φόντο… τους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς σε μικρή απόσταση.

Ο παππούς του, Rudolf Hoess, ήταν ο πρώτος διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ο πατέρας του μεγάλωσε σε μια βίλα δίπλα στο Άουσβιτς, όπου μαζί με τα αδέρφια του έπαιζαν με τα παιχνίδια που έφτιαχναν οι κρατούμενοι.

Η γιαγιά του μάλιστα τους έλεγε να πλένουν καλά τις φράουλες πριν τις φάνε, επειδή «μύριζαν» από τη στάχτη που κατακαθόταν στο έδαφος και που έβγαινε από τια καπνοδόχους του στρατοπέδου.

Ο Rainer ζει ακόμη στοιχειωμένος από την πόρτα του κήπου που είδε σε εκείνες τις φωτογραφίες. Την πόρτα που οδηγούσε στον τόπο μαρτυρίου τόσων ανθρώπων, την «πύλη της κόλασης» όπως την αποκαλεί ο ίδιος.

«Είναι δύσκολο να εξηγήσω την ενοχή που νιώθω, παρόλο που δεν υπάρχει λόγος να νιώθω εγώ κάποια ενοχή. Την “κουβαλάω” όμως μέσα μου. Ντρέπομαι για αυτά που η οικογένειά μου, ο παππούς μου έκανε σε τόσες χιλιάδες οικογένειες. Δε γίνεται παρά να αναρωτιέμαι γιατί είμαι εγώ ζωντανός ενώ εκείνοι “έπρεπε” να πεθάνουν. Γιατί ζω; Μάλλον, για να κουβαλάω αυτή την ενοχή και να προσπαθώ να συμβιβαστώ».

Ο πατέρας του δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιδεολογία των Ναζί, με την οποία ανατράφηκε και ο Rainer δεν έχει πλέον επαφές μαζί του.

Η Katrin Himmler το «έριξε» στη συγγραφή. Ήταν ο τρόπος της για να μπορέσει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ήταν απόγονος του Heinrich Himmler.

«Είναι πολύ βαρύ φορτίο να έχεις αυτό το όνομα στο οικογενειακό σου δέντρο. Σε “στοιχειώνει”» λέει η ίδια.

Ο Himmler ήταν ο «αρχιτέκτονας» του Ολοκαυτώματος και ήταν ο προπάππους της. Ο παππούς της και τα υπόλοιπα αδέρφια του ανήκαν επίσης στους Ναζί.

Η Katrin έγραψε το βιβλίο «The Himmler Brothers: A German Family History» σε μια προσπάθεια να προσδώσει κάτι «θετικό» στο όνομα Himmler.

«Έκανα ό,τι μπορούσα για να αποστασιοποιηθώ και να σταθώ κριτική απέναντι σε αυτό. Δε χρειάζεται πια να ντρέπομαι για τη συγγενική μας σχέση. Οι περισσότεροι απόγονοι των Ναζί “κόβουν” κάθε σχέση με το παρελθόν τους και τους γονείς τους και ζουν ξεχωριστά τη ζωή τους. Άλλοι απλά το παίρνουν απόφαση και απλά κάνουν πέρα όλα τα αρνητικά» προσθέτει.

«Όλοι όμως αναρωτιούνται το ίδιο πράγμα: Μπορείς πραγματικά να αγαπήσεις αυτούς τους συγγενείς σου όταν γνωρίζεις τι έχουν κάνει και τι σκέφτονταν;» συνεχίζει.

Η ίδια είχε καλή σχέση με τον πατέρα της μέχρι που άρχισε να ερευνά το οικογενειακό της ιστορικό. Τότε ανακάλυψε ότι εκείνος δυσκολευόταν να μιλήσει γι’ αυτό.

«Κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν για εκείνον να μιλάει γι’ αυτό, όταν έμαθα ότι η γιαγιά μου ήταν στους Ναζί. Την αγαπούσα πολύ, την καμάρωνα, ήμουν περήφανη για εκείνη και σοκαρίστηκα όταν βρήκα γράμματά της με τα οποία διατηρούσε επαφή με παλιούς Ναζί. Ένιωσα αηδία.

Το να βρει τι ακριβώς είχε συμβεί στην οικογένειά της ήταν επίσης μια δυσάρεστη διαδικασία και για την Monika Hertwig.

Εκείνη ήταν ακόμη μωρό όταν ο πατέρας της, Amon Goeth, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε κρέμασμα για τη δολοφονία δεκάδων χιλιάδων Εβραίων.

Ο Goeth ήταν ο σαδιστής διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Plaszow. Η μητέρα της όμως δεν της είχε αναφέρει τίποτα. Μάλιστα θυμάται ότι όταν ήταν παιδί είχε πολύ καλή εικόνα για τον πατέρα της από τις οικογενειακές φωτογραφίες που έβλεπε.

«Είχα φτιάξει μια εικόνα στο μυαλό μου ότι οι Εβραίοι στο στρατόπεδο και ο Amon ήταν μια “οικογένεια”» λέει.
Όταν έφτασε στην εφηβεία όμως άρχισε να αμφισβητεί την εικόνα που είχε πλάσει και ρώτησε τη μητέρα της, η οποία της παραδέχτηκε ότι «ο πατέρας της ίσως να είχε σκοτώσει μερικούς Εβραίους».

Όταν επέμεινε να ρωτά πόσους, η μητέρα της άρχισε να κάνει σαν τρελή και την μαστίγωσε με ένα καλώδιο.

Μόνο όταν είδε την ταινία «Η λίστα του Σίντλερ» κατάλαβε ακριβώς τις φρικαλεότητες που είχε διαπράξει ο πατέρας της, τον οποίο υποδύθηκε στην ταινία ο Ralph Fiennes.

«Έβλεπα την ταινία και σκεφτόμουν ότι αυτό έπρεπε να σταματήσει, ότι σε κάποιο σημείο θα σταματούσαν οι πυροβολισμοί, γιατί διαφορετικά ένιωθα ότι θα τρελαινόμουν στην αίθουσα του κινηματογράφου που βρισκόμουν» πρόσθεσε. Έφυγε από το σινεμά σε κατάσταση σοκ.

Η Bettina Goering, ανιψιά του «διαδόχου» του Χίτλερ, Hermann Goering, ένιωσε ότι έπρεπε να κάνει κάτι δραστικό στη ζωή της, για να… μη συνεχιστεί η «οικογενειακή της κληρονομιά».

Τόσο εκείνη όσο και ο αδερφός της αποφάσισαν να κάνουν στείρωση.

«Το κάναμε και οι δύο για να μην υπάρξουν άλλοι Goering» είπε.

Μη μπορώντας να αντέξει το φορτίο του ονόματός της η Bettina έφυγε από τη Γερμανία πριν από 30 χρόνια και ζει απομονωμένη σε ένα σπίτι στη Σάντα Φε στο Μεξικό.

Κι ενώ η Bettina πήρε την απόφαση να πάει όσο πιο μακριά μπορούσε από τον τόπο εγκλημάτων των προγόνων της, ο Rainer Hoess αποφάσιζε ότι έπρεπε να επισκεφτεί την «καρδιά» της ντροπής του… το Άουσβιτς.

Ως παιδί δεν του επιτρεπόταν να επισκεφτεί σε σχολικές εκδρομές το στρατόπεδο συγκέντρωσης λόγω του ονόματός του. Όμως στα 40 του ένιωθε έτοιμος να «σταθεί απέναντι στη φρίκη και τα ψέματα που ζούσε τόσα χρόνια μέσα στην οικογένειά του».

Όταν αντίκρισε το σπίτι που έζησε ο πατέρας του όταν ήταν παιδί κατέρρευσε και άρχισε να επαναλαμβάνει τις λέξεις «αυτό είναι τρέλα». «Είναι αδιανόητο αυτό που έχτισαν εδώ σε βάρος άλλων και το θράσος που είχαν να μην πουν ποτέ τι αληθινά συνέβη».

Το στόμα του στέγνωσε όταν είδε «την πύλη της κολάσεως». Στο χώρο των επισκεπτών ήρθε αντιμέτωπος με απογόνους θυμάτων.

Ένα νεαρό κορίτσι από το Ισραήλ κατέρρευσε όταν του είπε ότι ο παππούς του είχε εξολοθρεύσει την οικογένειά της και ότι δεν πίστευε ότι εκείνος είχε το θάρρος να τους αντιμετωπίσει.

Όσο εκείνος μιλούσε για την ντροπή και την ενοχή που ένιωθε για τους προγόνους του, ένας πρώην κρατούμενος πήγε και του έσφιξε το χέρι και τον αγκάλιασε. Του είπε ακόμη ότι τώρα που εκείνος πια μιλάει για όσα έζησε στα νέα παιδιά, πάντα τους επισημαίνει ότι οι συγγενείς και οι απόγονοι των εγκληματιών δεν πρέπει να κατηγορούνται γιατί δεν ήταν παρόντες σε όσα έγιναν.

«Το να με αποδέχεται κάποιος που επέζησε από αυτή τη φρικαλεότητα και που ξέρει στα σίγουρα ότι δεν είχες κάποια σχέση εσύ με όσα έγιναν είναι σημαντικό. Σε κάνει να νιώθεις λίγο καλύτερα. Για πρώτη φορά δεν ένιωσα φόβο ή ντροπή, αλλά χαρά» είπε ο Rainer.