Ο «Bac Guai» John Willis εκτίει ποινή κάθειρξης 20 ετών σε ομοσπονδιακή φυλακή των ΗΠΑ για ξέπλυμα χρήματος και υποθέσεις ναρκωτικών. Σε ένα κείμενο-μαρτυρία που δημοσιεύεται στο ozy.com με τον τίτλο «Ήμουν ο λευκός γκάνγκστερ σε μια κινεζική συμμορία», ο ίδιος μοιράζεται την ιστορία του. Ο ίδιος ξεκινά τη μαρτυρία του, σημειώνοντας: «Στα 17-18, δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να μου πει κάποιος. Ήμουν θυμωμένος με τον κόσμο. Θα έκανα αυτό που ήθελα και τέλος. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου είχε φύγει όταν ήμουν τριών ετών. Οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν ήταν από έναν διαφορετικό κόσμο. Στην Τσάιναταουν, η τοπική συμμορία με μάζεψε και με φρόντισε. Ήταν λίγο μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Ήμουν ο αδελφός τους, ο γιος τους. Η Βοστόνη είχε μια πολύ βίαια Τσάιναταουν. Γίνονταν πολλές δολοφονίες, μαχαιρώματα, ανταλλαγές πυροβολισμών. Έπρεπε να προσέχεις τα νώτα σου, γιατί διαφορετικά, θα κατέληγες νεκρός. Εγώ; Ζούσα σε ένα σπίτι με εφτά, ίσως οχτώ άλλα άτομα που βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση με μένα: δεν είχαν σπίτι. Συχνάζαμε στην Τσάιναταουν και φροντίζαμε για τους ανθρώπους μας, τα αδέλφια μας, και το αφεντικό μας. Νομίζω ότι το αφεντικό με γούσταρε γιατί ήμουν λευκός και μεγαλόσωμος. Θεώρησε πως ήταν ριζοσπαστικό που είχε έναν λευκό που μιλούσε τα κινέζικα- έστω και σπαστά. Η ιστορία μου διαφέρει… όταν είσαι μικρός, δε πηγαίνεις στην Τσάιναταουν, δεν ανήκεις εκεί αν δεν είσαι Κινέζος. Πολλοί πιστεύουν ότι όλα είναι παιχνίδι, αλλά το ζητούμενο είναι η επιβίωση. Ληστείες, εκβιασμοί, τζόγος. Είχαμε ασυρμάτους, όπως αυτούς που έχουν και οι αστυνομικοί. Ήμουν μέλος της συμμορίας Ping On που ίδρυσε ο Stephen “Sky Dragon” Tse, με αποκαλούσαν “Bac Guai” που μεταφράζεται ως «λευκός διάβολος»… Στην ηλικία των 22 ετών, άρχισα να πουλάω ναρκωτικά – ξέχωρα από τη συμμορία. Τα λεφτά ήταν πραγματικά πολύ καλά, αγόραζα σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη. Τα χρήματα ήταν αυτά που με επηρέασαν και απομακρύνθηκα από τη συμμορία- ποτέ όμως δε πούλησα ναρκωτικά στην Τσάινατάουν, όχι κοντά στους ανθρώπους μου. Το αφεντικό μου πάντα μου έλεγε να μη «σπρώχνω» ουσίες, γιατί έλεγε ότι τα προβλήματα με τα οποία συνοδεύονται, είναι αυτά που δε θέλεις να αντιμετωπίσεις. Αλλά συχνά σε τυφλώνουν τα χρήματα και έτσι χαράζεις διαφορετικούς δρόμους. Το FBI προσπάθησε, το 2006-2007, να με πιάσει για όπλα. Είμαι Αμερικανός, μέλος κινέζικης συμμορίας που κανένας από άλλη ράτσα το έχει κάνει. Για χρόνια προσπαθούν να διαλύσουν τις συμμορίες με χαφιέδες, αλλά κανείς δε μιλάει και υπάρχουν ανεξιχνίαστες υποθέσεις ανθρωποκτονιών. Οπότε πλησίασαν εμένα. Είμαι 42 ετών και ζω στη Βοστόνη εδώ και χρόνια. Άνθρωποι συλλαμβάνονται, δολοφονούνται αλλά ποτέ δεν με είχαν πιάσει. Ξαφνικά, άρχισαν να μιλάνε για μένα, “ο Τζον έκανε αυτό, ο Τζον το άλλο”. Ένας πράκτορας μου ζήτησε να τους βοηθήσω και όταν εγώ αρνήθηκα, ξέσπασε προσωπική βεντέτα και με συνέλαβε. Ήρθε σπίτι μου μαζί με 40 αρματωμένους αστυνομικούς με αυτόματα. Αυτό ήταν… Πάντα θα είμαι αυτό που ήμουν. Πάντα θα έχω τους ίδιους στόχους: να φροντίζω την οικογένειά μου και την κόρη μου. Έτσι έχουν τα πράγματα».