Η επιχείρηση λούτρινων παιχνιδιών του Ζαβιέ Ρόμπερτς εξελίχθηκε σε μια αυτοκρατορία δισεκατομμυρίων μέσα σε λίγα χρόνια, όμως αυτό που σημάδεψε για πάντα τη φήμη των Cabbage Patch Kids ήταν η απρόσμενη βία που ξέσπασε στα καταστήματα τις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1983.
Για πρώτη φορά, ένα παιχνίδι προκαλούσε τέτοια υστερία, οδηγώντας ενήλικες να ουρλιάζουν, να σπρώχνονται και να κινδυνεύουν για χάρη μιας κούκλας. «Αυτό σημαίνει Χριστούγεννα; Μια ενήλικη γυναίκα να παίρνει μια κούκλα από τα χέρια ενός παιδιού», αναρωτήθηκε τότε μία από τις σοκαρισμένες παρευρισκόμενες. Παρότι είχαν προηγηθεί «τρέλες» με το Ρούμπικ, τα σκέιτμπορντ ή τα χούλα χουπ, καμία δεν είχε οδηγήσει σε σοβαρούς τραυματισμούς, όπως συνέβη σε πολυκατάστημα του Γουίλκς-Μπαρ στην Πενσιλβάνια, όπου το σκηνικό έφτασε στα όρια εξέγερσης. Μια γυναίκα έσπασε το πόδι της κι άλλοι τέσσερις τραυματίστηκαν, ενώ ο απελπισμένος διευθυντής προσπάθησε να επιβάλει τάξη κρατώντας στο χέρι ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ. Ανάμεσα στους απελπισμένους γονείς ήταν και μια μητέρα, η Πάτι Κολατσίνο, που έφτασε στον πάγκο των παιχνιδιών μόνο για να μάθει ότι όλες οι κούκλες είχαν εξαντληθεί. «Τι θα πούμε στο κοριτσάκι μας το πρωί των Χριστουγέννων; Τι να της πούμε; Ήσουν καλό παιδί αλλά ο Αϊ-Βασίλης ξέμεινε;», έλεγε απογοητευμένη.

Χριστουγεννιάτικη εμπορική υστερία
Εκείνη την περίοδο, ο παρουσιαστής του BBC, Τζον Χάμφρις, περιέγραψε τις σκηνές ως «το πιο πρόσφατο απαίσιο παράδειγμα της χριστουγεννιάτικης εμπορικής υστερίας που σαρώνει την Αμερική», σημειώνοντας πως στη Βρετανία η αντίδραση ήταν «αρκετά πιο συγκρατημένη», καθώς η τιμή των 24 λιρών δυσκόλευε τους αγοραστές. Ο δημοσιογράφος, Γκάι Μίσελμορ, στάλθηκε στην Όξφορντ Στριτ του Λονδίνου κρατώντας μία κούκλα για να καταγράψει τις αντιδράσεις των περαστικών. Οι ενήλικες απάντησαν από «υποθέτω πως είναι εντάξει», έως το σαρκαστικό «θα προτιμούσα μια κούκλα παρά το ίδιο μου το παιδί». Η έρευνα ήταν ανορθόδοξη, αλλά κάθε παιδί που είδε την κούκλα ενθουσιάστηκε. Αν και η Βρετανία δεν είχε ακόμη χτυπηθεί από την παράνοια της πλήρους Cabbage Patch υστερίας, τα ράφια άδειαζαν όλο και πιο γρήγορα. Ο ταχυδρομικός υπάλληλος, Έντουαρντ Πένινγκτον, από τις ΗΠΑ, που δεν μπορούσε να βρει την κούκλα για την κόρη του στο Κάνσας, άκουσε φήμες ότι υπήρχαν διαθέσιμες στο Λονδίνο και είπε στην Daily Mirror: «Αποφάσισα να πάρω το αεροπλάνο, να τη βρω, να γυρίσω αμέσως στο αεροδρόμιο και να πετάξω πίσω». Στο πολυτελές Harrods, οι τελευταίες εννιά κούκλες αγοράστηκαν από έξι αεροσυνοδούς από το Ντάλας. Η Μπάρμπαρα Έρικσον εξήγησε: «Είναι τρέλα, αλλά μόλις οι φίλοι μας έμαθαν πως ερχόμασταν στην Αγγλία, μας ζήτησαν όλοι να πάρουμε από μία».

Η επιτυχία των Cabbage Patch Kids οφειλόταν εν μέρει στο ευφάνταστο αφήγημα γύρω από τις κούκλες. Η διαφήμιση υποστήριζε ότι κάθε κούκλα είχε σχεδιαστεί με υπολογιστή, ώστε να έχει ελαφρώς διαφορετικό πρόσωπο, και συνοδευόταν από προσωπικό προφίλ, πιστοποιητικό γέννησης και έντυπο υιοθεσίας για τον νέο «γονέα». Στο κάτω μέρος της κάθε κούκλας υπήρχε η υπογραφή του δημιουργού, Ζαβιέ Ρόμπερτς, σαν να επρόκειτο για έργο τέχνης. «Όταν δημιούργησα την πρώτη Cabbage Patch Kid, ποτέ δεν την είδα ως κούκλα. Ήταν πάντα ένα έργο τέχνης για μένα, ως γλύπτης», είπε στη Σάλι Μάγκνουσον του BBC. Ο Ρόμπερτς, τότε 28 ετών, ήταν πρώην φοιτητής τέχνης από το Κλίβελαντ της Τζόρτζια και η νέα του περιουσία του είχε επιτρέψει να χτίσει μια έπαυλη με νεροτσουλήθρα που κατέληγε από το υδρομασάζ του επάνω ορόφου στην πισίνα. Λίγο μετά τα επεισόδια στις ΗΠΑ, ταξίδεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να εξηγήσει στους απορημένους Βρετανούς το φαινόμενο. Με το καουμπόικο καπέλο και την ήρεμη νότια προφορά του, έμοιαζε περισσότερο με αστέρα της κάντρι παρά με εκατομμυριούχο επιχειρηματία. «Ζω στα βουνά της αγροτικής Τζόρτζια και μεγαλώνοντας μας έλεγαν ότι καταγόμαστε από ένα… λάχανο. Οπότε υποθέτω πως αξιοποίησα λίγη από τη Μητέρα Φύση», είπε γελώντας.

Ποιος είναι ο Ζαβιέ Ρόμπερτς
Ο Ρόμπερτς ξεκίνησε ως γλύπτης πηλού, πριν αρχίσει να κατασκευάζει παιδικά πρόσωπα από μαλακό ύφασμα. Εμπνεύστηκε από την Απαλαχιανή λαϊκή καλλιτέχνη, Μάρθα Νέλσον Τόμας, δημιουργό των Doll Babies, οι οποίες πωλούνταν σε τοπικά πανηγύρια. Η Τόμας κατέληξε να κινηθεί νομικά εναντίον του και το 1984 οι δύο πλευρές έλυσαν εξωδικαστικά τη διαφορά τους. Το 1976, ο Ρόμπερτς άρχισε να κατασκευάζει τις χειροποίητες κούκλες που ονόμασε αρχικά Little People, εισάγοντας τη «χρέωση υιοθεσίας» των 40 δολαρίων, ιδέα που ενίσχυσε το αφηγηματικό στοιχείο. Το 1978 άνοιξε το Babyland General Hospital, έναν χώρο όπου οι επισκέπτες μπορούσαν να παρακολουθήσουν «γιατρούς και νοσοκόμες» να ξεγεννούν τις κούκλες και να δίνουν όρκο υιοθεσίας. Όπως είπε στο BBC, «βρήκαμε μια παλιά κλινική στο Κλίβελαντ που ανακαινίσαμε και το σχέδιο απλώς… εξερράγη». Αρχικά οι κούκλες ήταν πιο δημοφιλείς στους ενήλικες, «και μόνο αργότερα έγιναν αγαπητές στα παιδιά».
Η απήχηση του εγχειρήματος άρχισε να ξεπερνά τα όρια της Τζόρτζια. Το Babyland έφτασε να αναφερθεί στην Daily Express ήδη από το 1980 ως «το είδος της τρελής έμπνευσης που αρέσει στους Αμερικανούς». Η κολοσσιαία εμπορική δυνατότητα της ιδέας εντοπίστηκε από την Coleco Industries, γνωστή για τα ηλεκτρονικά της παιχνίδια, όπως το ColecoVision. Το 1982 απέκτησε την άδεια μαζικής παραγωγής και τα Little People μετονομάστηκαν σε Cabbage Patch Kids. Η δημοσιότητα γιγαντώθηκε και ο ανταποκριτής Μπομπ Φρεντ του BBC επισκέφθηκε το Babyland, όπου μια «νοσοκόμα» ξεκαθάρισε: «Δεν είναι κούκλες, είναι μωρά. Καθεμία έχει τη δική της προσωπικότητα». Η διευθύντρια, Λόρα Μέιρ, ήταν ακόμα πιο αυστηρή: «Τη λέξη κούκλα δεν τη χρησιμοποιούμε. Μπορείς να αγοράσεις μια κούκλα που κλαίει, βρέχεται ή κάνει πατίνια, αλλά τα δικά μας μωρά δεν κάνουν τίποτα. Είναι ζεστά και χρειάζονται τη φαντασία σου».

Κάρτες τσίχλας με αποκρουστικές φιγούρες
Η τεράστια επιτυχία τους ενέπνευσε ακόμα και τα μακάβρια Garbage Pail Kids, κάρτες τσίχλας με αποκρουστικές φιγούρες της εταιρείας Topps, σχεδιασμένες για να σοκάρουν τους ενήλικες και να διασκεδάζουν τα παιδιά. Ανάμεσα στους δημιουργούς ήταν ο Αρτ Σπίγκελμαν, που κέρδισε το Πούλιτζερ το 1992 για το Maus. Χαρακτήρες όπως ο Adam Bomb, με το μανιτάρι-έκρηξη στο κεφάλι, και ο Potty Scotty, κολλημένος διαρκώς σε μια τουαλέτα, έγιναν θρυλικοί στα σχολεία. Οι κάρτες θεωρήθηκαν υπεύθυνες για αντικοινωνικές πράξεις, από το «να παραλείπεις τα μαθήματα» μέχρι «να λες ψέματα όποτε χρειάζεται». Ένας διευθυντής σχολείου στο Γιορκσάιρ έχασε την υπομονή του όταν ένας 9χρονος πάτησε το πόδι μιας εφημέριας. Η εταιρεία των Cabbage Patch Kids κινήθηκε νομικά και η υπόθεση έκλεισε εξωδικαστικά, οδηγώντας σε επανασχεδιασμό των καρτών.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ποικίλες «τρέλες» παιχνιδιών, από το Tickle Me Elmo μέχρι τις Bratz, οδήγησαν σε παρόμοιες σκηνές μανίας. Ακόμη και φέτος στο Λονδίνο σημειώθηκαν επεισόδια για τις κούκλες Labubu της Pop Mart, η οποία σταμάτησε προσωρινά τις πωλήσεις μετά από αναφορές για καβγάδες. Η θαυμάστρια, Βικτόρια Κάλβερτ, είπε στο BBC πως είδε χάος σε ένα κατάστημα: «Ήταν γελοίο να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι τσακώνονταν και φώναζαν και ένιωθες φόβο». Παρά την ένταση, οι συγκρούσεις αυτές μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά κερδοφόρες. Ο Ζαβιέ Ρόμπερτς δήλωσε στο BBC ότι μέχρι το τέλος του 1983, ο ίδιος και η Coleco σκόπευαν να «υιοθετήσουν πάνω από δυόμισι εκατομμύρια Cabbage Patch Kids». Όταν ρωτήθηκε πόσα είχε κερδίσει, απάντησε χαμογελώντας: «Πολλά. Πολλά… πράσινα».