Η Μπρίτνεϊ Σπίαρς ξέρει πώς είναι να νιώθεις παγιδευμένος: Πρώτα από τη φτώχεια, μετά από τη φήμη, ύστερα από την οικογένειά της. Σε όλη της τη ζωή υπήρξε αντικείμενο ελέγχου και γελοιοποίησης. Ως έφηβη, οι δημοσιογράφοι της έκαναν επανειλημμένα ερωτήσεις για το στήθος της και τη σεξουαλική της ζωή. Ως ενήλικη, «φυλακίστηκε» υπό κηδεμονία που της στέρησε μερικά από τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, γράφει σε δημοσίευμά του το βρετανικό BBC με αφορμή τα απομνημονεύματά της.

Επί 13 χρόνια δεν μπορούσε να δει τους δύο γιους της χωρίς έγκριση. Η άδεια οδήγησής της κατασχέθηκε. Δεν μπορούσε να επιλέξει τα γεύματά της και της απαγορεύτηκε να πίνει τσάι ή καφέ. Όταν θέλησε να αφαιρέσει ένα αντισυλληπτικό ενδομήτριο σπείραμα (IUD), το αίτημά της απορρίφθηκε.

Αυτή η δικαστική εντολή, την οποία επέβλεπε ο πατέρας της, καταργήθηκε πριν από δύο χρόνια, όταν ένας δικαστής έκρινε ότι η Σπίαρς μπορούσε να λαμβάνει και πάλι τις δικές της αποφάσεις.

Αλλά τα νέα της απομνημονεύματα, «The Woman In Me», αποκαλύπτουν ότι αυτό δεν ήταν αίσιο τέλος.

«Οι ημικρανίες είναι μόνο ένα μέρος της σωματικής και συναισθηματικής βλάβης που έχω τώρα που βγήκα από την κηδεμονία», γράφει. «Δεν νομίζω ότι η οικογένειά μου καταλαβαίνει την πραγματική ζημιά που προκάλεσαν».

Και για τους θαυμαστές της που ελπίζουν να ακούσουν νέα μουσική, έχει άσχημα νέα: «Η μουσική μου ήταν η ζωή μου και η κηδεμονία ήταν θανατηφόρα γι’ αυτό – συνέτριψε την ψυχή μου».

Τα γεγονότα αυτά ρίχνουν μια σκιά πάνω στην ιστορία της ζωής της Σπίαρς. Κάθε προδοσία και δημόσια ταπείνωση μοιάζει με ένα βήμα στην πορεία προς την τελική φυλάκισή της, αναφέρει το δημοσίευμα.

Ξεκίνησε αμέσως μετά την εκτίναξή της στα ποπ charts το 1998. Προκάλεσε αίσθηση μέσα σε μια νύχτα, αλλά ο Τύπος αρνιόταν να πιστέψει ότι είχε κάποια δυνατότητα να κάνει κάτι μόνη της. Τα τραγούδια της γράφτηκαν γι’ αυτήν, σημείωναν, ενώ υπονοούσαν ότι η δημόσια εικόνα της είχε δημιουργηθεί από ανατριχιαστικούς ηλικιωμένους άνδρες που σαλιάριζαν.

Όσο περισσότερο την αντιλαμβάνονταν ως προϊόν και πιόνι της μουσικής βιομηχανίας, τόσο πιο εύκολο ήταν να διαβρωθεί η αυτονομία της.

Σε μια από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές του βιβλίου, η Σπίαρς θυμάται τον πατέρα της να της λέει ότι ανέλαβε τον νομικό έλεγχο των προσωπικών και επαγγελματικών της υποθέσεων. Τα λόγια του: «Τώρα είμαι η Μπρίτνεϊ Σπίαρς».

Μπρίτνεϊ Σπίαρς

Στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου τονίζεται πόσο πολύ την υποτίμησαν οι άνθρωποι. Μπορεί η Σπίαρς να μην έγραψε τη μουσική της – αλλά όταν της δόθηκε το… Baby One More Time, έμεινε ξύπνια όλη τη νύχτα για να βεβαιωθεί ότι η φωνή της ήταν όπως έπρεπε, ενισχύοντας τη νοσταλγική ωριμότητα του τραγουδιού.

Και όταν ήρθε η ώρα να γυριστεί το βίντεο κλιπ, η 16χρονη απέρριψε την αρχική πρόταση -στην οποία θα ήταν «μια φουτουριστική αστροναύτης» – και επέμεινε σε ένα σκηνικό λυκείου με χορό στους διαδρόμους, όπως ακριβώς στο Grease.

Και οι δύο αποφάσεις ήταν ζωτικής σημασίας για την επιτυχία του τραγουδιού – αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος να δεχτεί ότι μια ξανθιά έφηβη από ένα τροχόσπιτο στη Λουιζιάνα θα μπορούσε να ξεγελάσει τη συλλογική ευφυΐα της μουσικής βιομηχανίας.

«Κανείς δεν μπορούσε να με θεωρήσει και σέξι και ικανή ταυτόχρονα», γράφει. «Αν ήμουν σέξι, δεν θα μπορούσα να είμαι ταλαντούχα».

Παρόλο που ασκούσε δημιουργικό έλεγχο στα παρασκήνια, όσοι είχαν αναλάβει τη δημόσια εικόνα της τής συμπεριφέρονταν σαν να ήταν παιδί. Την προωθούσαν ως αγνό, θεοσεβούμενο κορίτσι της επαρχίας – παρόλο που, όπως γράφει η ίδια, ήταν τακτική καπνίστρια από την ηλικία των 14 ετών και έχασε την παρθενιά της περίπου την ίδια εποχή.

Στην αρχή, ωστόσο, ακολούθησε τη γραμμή των δημοσίων σχέσεων.

Στο προηγούμενο βιβλίο της, το Heart To Heart του 2000 (το οποίο έγραψε μαζί με τη μητέρα της, Lynne), υποστήριζε: «Δεν είμαι τόσο πολύ το party animal που είναι κάπως ενοχλητικό. Οι άνθρωποι λένε: “Γεια σου, Μπριτ, έλα να κάνεις παρέα μαζί μας”, και εγώ λέω: “Ευχαριστώ, αλλά όχι ευχαριστώ. Προτιμώ να κάνω ένα ζεστό αφρόλουτρο και να κοιμηθώ καλά».

Ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ και η άμβλωση

Δεν ήταν εντελώς ανειλικρινής, υποστηρίζει τώρα. Οι νυχτερινές της έξοδοι «δεν ήταν ποτέ τόσο άγριες όσο τις παρουσίαζε ο Τύπος» και «δεν είχε ποτέ κανένα ενδιαφέρον για σκληρά ναρκωτικά». Όταν άλλοι μουσικοί γίνονταν χάλια, εκείνη έμενε στο φάρμακο Adderall.

«[Αυτό] με έφτιαχνε, ναι, αλλά αυτό που βρήκα πολύ πιο ελκυστικό ήταν ότι μου έδινε μερικές ώρες που ένιωθα λιγότερο καταθλιπτική».

Σε μια από τις πιο οδυνηρές σκηνές του βιβλίου, μιλάει για την έκτρωση που έκανε κατά τη διάρκεια της σχέσης της με τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ. Τα χάπια που της είχαν συνταγογραφηθεί της προκαλούσαν αγωνία, αλλά το ζευγάρι φοβόταν πολύ να επισκεφθεί νοσοκομείο σε περίπτωση που τα νέα διέρρεαν. Για ώρες, η Σπίαρς ήταν κουλουριασμένη, «κλαίγοντας και ουρλιάζοντας» από τον πόνο στο πάτωμα του μπάνιου.

«Παρόλα αυτά, δεν με πήγαν στο νοσοκομείο», λέει. Αντίθετα, ο Τίμπερλεϊκ, «σκέφτηκε ότι η μουσική θα βοηθούσε, οπότε πήρε την κιθάρα του και ξάπλωσε εκεί μαζί μου, παίζοντας».

Παρά το τραύμα επέστρεψε στη δουλειά της, συνεχίζοντας να παλεύει ακόμα και όταν ο Τίμπερλεϊκ την παράτησε με μήνυμα στα γυρίσματα ενός μουσικού βίντεο κλιπ.

Μετά τον χωρισμό τους, διασύρθηκε στον Τύπο, με τον Τιμπερλεϊκ να υπαινίσσεται έντονα ότι τον είχε απατήσει (η ίδια λέει ότι συνέβη το αντίθετο, με «ένα από τα κορίτσια από το All Saints»).

Ο Τίμπερλεϊκ δεν έχει ακόμη απαντήσει σε όσα αναφέρει στο βιβλίο.

Ο χωρισμός του ζευγαριού αύξησε την όρεξη για κουτσομπολιά σχετικά με την προσωπική ζωή της Σπίαρς. Τα ταμπλόιντ την κυνηγούσαν. Θυμάται έναν φωτογράφο του περιοδικού People να απαιτεί να αδειάσει την τσάντα της, ώστε να ελέγξουν αν κουβαλούσε ναρκωτικά ή τσιγάρα.

Τελικά, η πίεση έγινε υπερβολική. Το 2007, ταραγμένη από τον θάνατο της θείας της Sandra και υποφέροντας από επιλόχειο κατάθλιψη, μπήκε σε ένα κομμωτήριο, πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε τα μαλλιά της.

Μπρίτνεϊ Σπίαρς

«Ήμουν το καλό κορίτσι για χρόνια. Χαμογελούσα ευγενικά ενώ οι παρουσιαστές τηλεοπτικών εκπομπών κοίταζαν το στήθος μου, ενώ οι Αμερικανοί γονείς έλεγαν ότι καταστρέφω τα παιδιά τους φορώντας ένα crop top. Και είχα κουραστεί από αυτό».

Όλοι ξέρουμε τι συνέβη στη συνέχεια. Αντί να θεωρηθεί ως πράξη δύναμης ή επανάστασης, το ξύρισμα του κεφαλιού της χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη αστάθειας.

Μέσα σε ένα χρόνο, είχε τεθεί υπό επιτροπεία.

«Αφήστε με να φύγω»

Η Σπίαρς είναι μια απλή συγγραφέας, γράφει το BBC. Δεν εξωραΐζει ούτε στολίζει την πρόζα της. Αυτό το αντικειμενικό ύφος ενισχύει τη φρίκη εκείνων των χρόνων.

Μιλάει για το ότι την είχαν καθηλώσει σε φορεία νοσοκομείου και την ανάγκαζαν να παίρνει φάρμακα παρά τη θέλησή της. Στο σπίτι, δεν της επιτρέπεται να κάνει μπάνιο μόνη. Οι σύντροφοί της ελέγχονται και ενημερώνονται για το σεξουαλικό της ιστορικό πριν βγουν ραντεβού.

Στην αρχή, προσπαθεί να κατευνάσει τους γονείς της και τους γιατρούς. «Αν παίξω το παιχνίδι, σίγουρα θα δουν πόσο καλή είμαι και θα με αφήσουν να φύγω», λέει.

Όταν σκέφτεται να επαναστατήσει, η πρόσβαση στους δύο μικρούς της γιους χρησιμοποιείται ως διαπραγματευτικό χαρτί. «Η ελευθερία μου με αντάλλαγμα τον υπνάκο με τα παιδιά μου… ήταν μια ανταλλαγή που ήμουν πρόθυμη να κάνω», παραδέχεται.

Αλλά ακόμη και ενώ υποτίθεται ότι ήταν ανίκανη να φροντίσει τον εαυτό της, η Σπίαρς στάλθηκε σε περιοδεία, προσλήφθηκε ως κριτής στο X Factor και κλείστηκε για μια τετραετή παραμονή στο Λας Βέγκας.

Η τραγουδίστρια, η οποία συνήθιζε να μαζεύει αποδείξεις σε ένα γυάλινο μπολ προκειμένου να παρακολουθεί τους φόρους της, καταγράφει προσεκτικά τα εκατομμύρια που έβγαζαν όλοι οι άλλοι, ενώ της δόθηκε ένα αυστηρό επίδομα 2.000 δολαρίων (1.635 λιρών) την εβδομάδα.

Χάνοντας κάθε αίσθηση του εαυτού της, παραλίγο να τα παρατήσει.

«Η φωτιά μέσα μου έσβησε», θυμάται. «Το φως έσβησε από τα μάτια μου».

Το σημείο καμπής έρχεται όταν μια ευγενική νοσοκόμα της δείχνει πλάνα από θαυμαστές που συζητούν για το κίνημα Free Britney. Με ανανεωμένο θάρρος, προσλαμβάνει έναν νέο δικηγόρο και κάνει μια κλήση στο 100, αναφέροντας ότι είναι θύμα κακοποίησης από κηδεμόνα.

Μπρίτνεϊ Σπίαρς

Είναι ελεύθερη εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, αλλά θα χρειαστούν χρόνια ακόμη για να ξεκαθαρίσουν όλα.

Ο θυμός διατρέχει τη γραφή της Σπίαρς, ιδίως όταν μιλάει για τον πατέρα της.

Περιγράφει τον Τζέιμι Σπίαρς ως αλκοολικό και αποτυχημένο επιχειρηματία- μια «απερίσκεπτη» και «ψυχρή» φιγούρα που πίεζε πολύ τα παιδιά του και κακοποιούσε τη μητέρα τους.

Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς το The Woman In Me και να μην αισθανθεί θλίψη και οργή για λογαριασμό της Σπίαρς, σημειώνει το BBC.

Μια μικροσκοπική λεπτομέρεια της νέας της ζωής, ειδικότερα, τονίζει πόσο γκρίζος είχε γίνει ο κόσμος της. «Τώρα», γράφει, «μπορώ να ξαναφάω σοκολάτα».

Η ιστορία της Σπίας, εκτός από τα καθοριστικά γεγονότα των τελευταίων 15 ετών, αφηγείται ένα καλό παραμύθι – είτε περιγράφοντας τις επιθυμίες της εγκυμοσύνης της (φαγητό και σεξ, προφανώς)- είτε αναβιώνοντας τον τρόμο της όταν χόρεψε με ένα φίδι στα βραβεία MTV το 2001.

Πέρα από την οικογένειά της, δεν υπάρχουν πραγματικοί κακοποιοί ή σκάνδαλα που πρέπει να αποκαλυφθούν. Αλλά ούτε και μεγάλες αποκαλύψεις για τη μουσική ή την ιδιωτική ζωή της Σπίαρς.

Αυτό που μένει, όχι για πρώτη φορά, είναι μια ιστορία που προειδοποιεί για τη φήμη και τη διεφθαρμένη επιρροή του χρήματος. Και, ίσως, μια αχτίδα ελπίδας για μια γυναίκα της οποίας η ενήλικη ζωή υπαγορεύτηκε από άλλους.

«Ήρθε η ώρα να μην είμαι κάποια που θέλουν οι άλλοι»,, γράφει. «Ήρθε η ώρα να βρω πραγματικά τον εαυτό μου».