Απομένουν ελάχιστα δευτερόλεπτα για το φινάλε. Είναι 7 Μαΐου και το “Σαντιάγο Μπερναμπέου” δεν μπορεί να πάρει ανάσα από τον συνωστισμό και την θλίψη. Στο μεγάλο αντίο του Ζινεντίν Ζιντάν και της Ρεάλ Μαδρίτης καλεσμένη είναι η Βιγιαρεάλ. Ο Ζιζού βγαίνει για να εισπράξει το ύστατο χειροκρότημα στο κατέβασμα της αυλαίας. Ανάμεσα στα δάκρυα και την αποθέωση, εκείνος όμως ασχολείται με έναν αντίπαλο. Περιμένει καρτερικά στην είσοδο της φυσούνας, ώσπου να περάσει το 10άρι της άλλης ομάδας. Μέσα σε όλ’ αυτά τα έντονα συναισθήματα που βίωνε, το μόνο που τον απασχολούσε, ήταν να ζητήσει τη φανέλα του Χουάν Ρομάν Ρικέλμε: «Εάν ήμουν προπονητής, ο Ρικέλμε δεν θα έβγαινε ποτέ», θα δηλώσει λίγες μέρες αργότερα…

Τα πάντα ξεκίνησαν εντελώς σημαδιακά. Τίποτα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί μετέπειτα ως τυχαίο γεγονός. Είχαν περάσει μόλις 10 ώρες από τη στιγμή που ο θρυλικός Μάριο Κέμπες σήκωνε στον ουρανό του “Μονουμεντάλ” το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Καθώς οι Αργεντινοί μεθοκοπούσαν στους δρόμους και η χώρα βίωνε την απόλυτη ονείρωξη, η δόνα Αννα Μαρία γεννοβολούσε το ένα από τα 11 παιδιά της φαμίλιας. Εκείνο που χρόνια αργότερα θα μεταμορφωνόταν στο απόλυτο ίνδαλμα, που θα ακροβατούσε στο μεταίχμιο της παλιάς εποχής των 10αριών και του μοντέρνου ποδοσφαίρου.

Για τους περισσότερους που τον είδαν να ακουμπάει το τόπι και να το στέλνει εκεί όπου ήθελε το μυαλό του, υπήρξε ένας ξεχωριστός μαέστρος. Ενας μάγος που όμως για τους δικούς του εσωτερικούς δαίμονες, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ποτέ εκείνον τον ζωμό της ολοκληρωτικής επιτυχίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι ακόμα κι εκείνοι που εκνευρίζονταν από την ολοφάνερη νωχελικότητά του στο γήπεδο, δεν γινόταν να μην αναγνωρίσουν ότι η σχέση του Αργεντινού “μεστίσο” (σ.σ.: οι κρεολοί απόγονοι της μίξης των γηγενών ινδιάνων και των Ισπανών κατακτητών) και της μπάλας ήταν ένα μοναδικό ρομάντζο, ένα φλερτ υπεράνω συστημάτων και τακτικών προσεγγίσεων του παιχνιδιού.

Εκείνος ο ψιλόλιγνος πιτσιρικάς που άρχισε να παίζει στην ίδια γειτονιά που το έκανε και το ίνδαλμά του, με τον οποίο κάποτε θα έρχονταν σε κόντρα. Από το “Πατερνάλ” της Αρχεντίνος Τζούνιορς και το ξεκίνημα στην Μπόκα, ο Χουάν ακολουθούσε το θεϊκό μονοπάτι του Ντιεγκίτο. Ενας άγνωστος 17χρονος που άκουγε την καλύτερη εξέδρα του κόσμου, τους Barras Bravas της “La 12” στο “Μπομπονέρα” να σκαρφίζεται στιχάκια με τ’ όνομά του. Το αγόρι που θα γινόταν μεγάλος και τρανός και θα έφτανε το 2010 να ορθώσει ανάστημα απέναντι στις προπονητικές ανοησίες του Μαραντόνα με την Εθνική: «Δεν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, δεν μοιραζόμαστε τον ίδιο κώδικα, δεν γίνεται να δουλέψουμε μαζί», ξεστόμισε και έφυγε, πετώντας ακόμα μία ευκαιρία να παίξει σε Μουντιάλ.

Οπως είχε κάνει και το 2002, καθώς η μητέρα του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και προτίμησε να βρεθεί κοντά της, παρά να ταξιδέψει στα γήπεδα της Ασίας με μία ομάδα που είχε στόχο και θα μπορούσε να το σηκώσει τότε, εάν τον είχε κοντά της. Εκείνη την περίοδο της καριέρας του πάντως, θα μοίραζε ποδιές στον Μακελελέ και τον Φίγκο στο Διηπειρωτικό και θα ανάγκαζε τον δεύτερο να τον ψάχνει κι εκείνος για να αλλάξουν φανέλες. Τα Κόπα Λιμπερταδόρες που χάρισε στην Μπόκα και οι στιγμές απίθανης μπάλας στους οπαδούς της, έκαναν τους τελευταίους να κράξουν σε αγώνα με σύνθημα ακόμα και τον Μαραντόνα σε εκείνη τη διαμάχη τους. Για τους φίλους των Ξενεΐσες θα είναι πάντα ο Νο1 αγαπημένος παίκτης τους, αφήνοντας τον Ντιεγκίτο ξωπίσω του. Τόσο λατρεμένο τους τον έχουν.

«Το ταλέντο και η ικανότητά του με την μπάλα, ομορφαίνουν τον πλανήτη», είχε προσπαθήσει να εξηγήσει ο Φρανκ Λάμπαρντ που τον είχε ίνδαλμα, με τον Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν να προσθέτει: «Είναι ο μοναδικός που σκέφτεται στο γήπεδο πιο γρήγορα από το πώς κυλάει η μπάλα». Ο προπονητής Κάρλος Μπιάνκι, με τον οποίο έζησαν μαζί το μεγαλείο της Μπόκα στις αρχές του αιώνα, συνήθιζε να λέει ότι: «Ο Ρικέλμε ακόμα και στη βαλίτσα ότι έχει πάντα μέσα δύο ασίστ για γκολ». Ωστόσο, εάν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, η κυνική ατάκα του Λουίς Φαν Χάαλ στον ίδιο, που τον είχε στην Μπαρτσελόνα, είναι η πιο ενδεικτική για το τι ήταν πραγματικά ο Αργεντινός στα ντουζένια του: «Οταν έχουμε την κατοχή, είσαι ο κορυφαίος στον κόσμο. Οταν την έχουν οι άλλοι, παίζουμε με παίκτη λιγότερο».

Οι κάθετες στον Μάρτιν Παλέρμο και τον Γκιγιέρμο Μπάρος Σκελότο, οι στιγμές με τη Βιγιαρεάλ έως τα ημιτελικά του Champions League το 2006, τα curler φάουλ, το μοναδικό vision στο παιχνίδι του, ο τρόπος που είχε να διαβάζει τη φάση πριν καν εκείνη εξελιχτεί, η highlight ποδιά στον Γιέπες στο ντέρμπι με τη Ρίβερ Πλέιτ και ένα σωρό άλλες μεγάλες ή μικρές εικόνες. Το πώς μοίραζε τις μπάλες και έκανε καλύτερους τους δίπλα του και ο τρόπος που είχε να κάνει το μικρότερο κενό να μοιάζει με απλωμένο γήπεδο, τον τοποθέτησαν μέσα στους μεγάλους Αργεντινούς. Μόνο που ήταν και τεμπέλης, αδούλευτο κορμί. Καθώς είχε όλα τα χαρακτηριστικά της παλιάς σχολής, κουβάλησε μαζί του και την νωχελικότητα στην προπόνηση, στα ματς, στα μαρκαρίσματα.

Εάν ήταν εργατικός και λίγο πιο γρήγορος, θα υπήρχαν ελάχιστοι καλύτεροί του στην ιστορία του αθλήματος. Τα αν όμως δεν ταιριάζουν στην περίπτωσή του. Ο Χουάν Ρομάν Ρικέλμε ήταν αυτός που ήταν με τα υπέροχα προτερήματα και τις εύλογες αδυναμίες ενός δύσκαμπτου κορμιού και τρόπου σκέψης. Υπήρξε όμως η τελευταία αντίφαση, η ύστατη… παραφωνία σε έναν κόσμο που μεταβαλλόταν και άφηνε απότομα και βιαστικά ξωπίσω του την ατομική σκέψη και την προσωπική δημιουργία. Καθώς το ποδόσφαιρο άρχιζε να ασφυκτιά στο συρματόπλεγμα των συστημάτων και του των αθλητών δρομέων, είχε φτάσει η σωστή ώρα για εκείνον να αποχωρήσει, αφήνοντας τον κόσμο να τον θυμάται ως το τελευταίο απόλυτο 10άρι μίας περασμένης εποχής, στην οποία όπως είπε και ο Ζιντάν, κάθε ενδεκάδα θα ξεκινούσε με το νούμερό του…

Πηγή: gazzetta.gr