Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου του 1956 η 52χρονη Παρασκευή και τα δύο της παιδιά ξεσήκωσαν τη γειτονιά τους στο μικρό χωριό της Χαλκιδικής. Ζητούσαν βοήθεια λέγοντας πως η 60χρονη αδελφή της Παρασκευής έβαλε φωτιά στο σπίτι τους. Οι συγχωριανοί τους έσπευσαν να βοηθήσουν με πρώτη μια κοντινή τους συγγενή η οποία, μπαίνοντας στο σπίτι, αντίκρισε το άψυχο κορμί της 60χρονης Κατίνας να κείτεται στο πάτωμα.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Αναστατωμένη η γυναίκα επέστρεψε στο σπίτι της περιέγραψε στην οικογένεια της το θέαμα που αντίκρισε στο συγγενικό τους σπίτι και στη συνέχεια ειδοποίησε την αστυνομία. Οι αστυνομικοί δεν άργησαν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο του δυστυχήματος καθώς όλα τα στοιχεία που εντόπισαν ενίσχυαν αυτό της εγκληματικής ενέργειας. Το δωμάτιο ήταν αναστατωμένο και μύριζε πετρέλαιο, η άτυχη γυναίκα έφερε χτύπημα στο κεφάλι ενώ τα ρούχα της ήταν μισοκαμένα χωρίς, ωστόσο, να είναι ξεκάθαρο πώς έσβησε η φωτιά. Οι μαρτυρίες συγγενών και φίλων, που εξετάστηκαν από την αστυνομία, αποκάλυψαν μία απίστευτη οικογενειακή ιστορία η οποία ξεκινούσε 30 χρόνια νωρίτερα.

Το 1926 η 30χρονη τότε Κατίνα παντρεύτηκε ένα συγχωριανό της, το Μιχάλη. Ο γάμος τους, όμως, δεν ήταν γραφτό -όπως έλεγαν τότε- να στεριώσει καθώς εκείνος σύντομα ερωτεύτηκε την νεαρότερη αδελφή της γυναίκας του, την Παρασκευή. Όταν έγινε γνωστή η παράνομη σχέση στο  χωριό ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο με αποτέλεσμα η Παρασκευή να κλεφτεί με τον άντρα της αδελφής της και να φύγουν για να ζήσουν σ’ ένα άλλο χωριό, λίγο έξω από τις Σέρρες. Η Κατίνα ξέγραψε τον άνδρα και την αδελφή της οι οποίοι, στα χρόνια που ακολούθησαν, παρότι δεν παντρεύτηκαν, απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ο Μιχάλης πέθανε το 1940 και η Παρασκευή ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκε. Το 1943 ο άνδρας της σκοτώθηκε στον εμφύλιο και εκείνη το 1945 ξαναπαντρεύτηκε. Το 1947, όμως, η Παρασκευή έμεινε και πάλι χήρα.

Εννέα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1956, η Κατίνα έμαθε πως η αδελφή της και τα παιδιά της είχαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα και τα έβγαζαν δύσκολα πέρα. Εδώ και καιρό είχε αποφασίσει να ξεχάσει όσα είχαν γίνει μεταξύ τους στο παρελθόν και άδραξε την ευκαιρία προτείνοντας στην Παρασκευή να την φιλοξενήσει στο σπίτι της. Η Κατίνα δεν είχε ξαναφτιάξει τη ζωή της και ζούσε μόνη. Τα χρόνια περνούσαν και επιθυμούσε να έχει κοντά της δικούς της ανθρώπους. Πράγματι, οι δύο αδελφές ξανάσμιξαν και η Παρασκευή μετακόμισε μαζί με τον 25χρονο γιο της και την 16χρονη κόρη της στο σπίτι της Κατίνας. Μάλιστα, η 60χρονη Κατίνα άλλαξε τη διαθήκη της αφήνοντας το σύνολο της περιουσίας της στην αδελφή και τα ανίψια της.  Δύο μήνες αργότερα, όμως, οι δύο αδελφές άρχισαν να καυγαδίζουν. Όπως αποδείχθηκε, καμία δεν είχε ξεχάσει το παρελθόν και αυτό δημιουργούσε μία αφόρητη καθημερινότητα. Ο επίλογος της ιστορίας τους γράφτηκε το Δεκέμβριο του 1956 με το θάνατο της 60χρονης.

Οι αστυνομικοί ξετυλίγοντας το κουβάρι της υπόθεσης έβαλαν στο στόχαστρό τους την Παρασκευή και τα παιδιά της. Και η αποκάλυψη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ

πλέον γεγονός. Η 16χρονη κόρη της Παρασκευής ομολόγησε πως η μητέρα και ο αδελφός της σχεδίασαν και εκτέλεσαν το φόνο. Το γεγονός παραδέχτηκε και ο 25χρονος ο οποίος μαζί με τη μητέρα του οδηγήθηκαν στη φυλακή.

Όπως προέκυψε από τις περιγραφές των δυο παιδιών το μοιραίο βράδυ ξέσπασε ένας μεγάλος καυγάς. Ο 25χρονος χτύπησε τη θεία του στο κεφάλι, πετώντας της ένα μπουκάλι. Εκείνη έπεσε αναίσθητη στο έδαφος κι εκείνος στην προσπάθεια του να εξαφανίσει κάθε ίχνος από την πάλη που είχε προηγηθεί, με τη βοήθεια της μητέρας του, περιέλουσε το άψυχο κορμί της 60χρονης γυναίκας με πετρέλαιο και της έβαλε φωτιά. Ωστόσο, ο νεαρός και η μητέρα του φοβήθηκαν πως η μυρωδιά της καμένης σάρκας θα πρόδιδε το έγκλημα τους και για το λόγο αυτό έσβησαν τη φωτιά. Στη συνέχεια, πήγαν επίσκεψη σε γειτονικό σπίτι για να δημιουργήσουν άλλοθι. Έτσι, όταν τα ξημερώματα επέστρεψαν στο σπίτι τους ειδοποίησαν τους γείτονες τους πως η 60χρονη είχε βρει τραγικό θάνατο βάζοντας μόνη της φωτιά.

Το Μάιο του 1957 μάνα και γιος κάθισαν στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης. Συγγενείς του θύματος αλλά και των κατηγορουμένων αφηγήθηκαν την ιστορία της οικογένειας αλλά και τους καυγάδες που εκτυλίσσονταν τους τελευταίους μήνες μεταξύ των δυο γυναικών. Πολλοί ήταν εκείνοι που εξέφρασαν την άποψη πως η κατηγορούμενη ήταν η ηθική αυτουργός της δολοφονίας καθώς ο 25χρονος χαρακτηρίστηκε παιδί χαμηλών τόνων. Από την  άλλη πλευρά, μάρτυρες περιέγραψαν το 60χρονο θύμα ως μια γυναίκα οξύθυμη που δεν δίσταζε να σηκώσει χέρι και να χτυπήσει την 16χρονη ανιψιά της.

Στην απολογία του ο 25χρονος άλλαξε τους αρχικούς του ισχυρισμούς κάνοντας λόγο για ένα τραγικό δυστύχημα. «Το βράδυ που έγινε το κακό γύρισα από τη δουλειά στο σπίτι και το βρήκα αναστατωμένο. Η θεία μου μάλωνε με τη μητέρα μου. Σε μία στιγμή άρπαξε ένα σκαμνί και τη χτύπησε στο κεφάλι. Έπειτα από αυτό η μητέρα μου έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα. Τότε εγώ άρπαξα ένα μπουκάλι και το πέταξα στο κεφάλι της θείας μου» περιέγραψε ο νεαρός κατηγορούμενος.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΙΚΗ

Πρόεδρος: Πότε έγινε το επεισόδιο;

Κατηγορούμενος: Αφού φάγαμε.

Πρόεδρος: Γιατί είχατε φιλονικίες;

Κατηγορούμενος: Γιατί η θεία μου ήθελε να μας διώξει από το σπίτι.

Πρόεδρος: Τη βραδιά εκείνη ποιος ήταν ο λόγος της φιλονικίας;

Κατηγορούμενος: Η θεία μου είχε αρχίσει πάλι τα παλιά. Για τον πατέρα μου δηλαδή που τον είχε πάρει η μητέρα μου από τη θεία μου. «Θα σας εκδικηθώ γι’ αυτό που μου κάνατε» έλεγε η θεία μου: «Δεν πρόκειται να σας αφήσω τα κτήματα μου».

Πρόεδρος: Στην προηγούμενη ομολογία σου είχες αναφέρει ότι το έγκλημα το σχεδίασες με τη μητέρα σου.

Κατηγορούμενος: Η μητέρα μου είναι τελείως αθώα. Εγώ μόνος μου πέταξα το μπουκάλι.

Η 52χρονη Παρασκευή ισχυρίστηκε πως δεν είχε καμία σχέση με το θάνατο της αδελφής της. «Τη βραδιά εκείνη η αδελφή μου μας πέταξε τα πράγματα έξω από το σπίτι. Τότε της ζήτησα να μας λυπηθεί. Εκείνη, όμως, άρπαξε ένα σκαμνί και με χτύπησε στο κεφάλι. Έπεσα κάτω λιπόθυμη και όταν συνήλθα είδα το πτώμα της μακαρίτισσας κοντά μου. Καμία σχέση δεν έχω με το έγκλημα» είπε στην απολογία της.

Ο εισαγγελέας της έδρας εισηγήθηκε την καταδίκη των κατηγορουμένων χωρίς κανένα ελαφρυντικό και ζήτησε την παραδειγματική τους τιμωρία.

Οι ένορκοι δέχτηκαν  ότι οι κατηγορούμενοι εκτέλεσαν το έγκλημα τους εν βρασμώ ψυχικής ορμής και τους αναγνώρισαν το ελαφρυντικό της μέτριας συγχύσεως. Η ετυμηγορία, όμως, μετά από σχετική πρόταση του εισαγγελέα κηρύχθηκε πεπλανημένη με αποτέλεσμα, ένα μήνα αργότερα, οι κατηγορούμενοι να κληθούν και πάλι να δώσουν εξηγήσεις ενώπιον της δικαιοσύνης. Τελικά, μητέρα και γιος κρίθηκαν ένοχοι για το φονικό. Η 52χρονη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών ενώ στο γιο της επιβλήθηκε ποινή 11 ετών.