Η κρίσιμη απόφαση για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους υπαλλήλους του Δημόσιου αναμένεται από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας το επόμενο διάστημα. Το θέμα συζητήθηκε σήμερα ενώπιον της μείζονος Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου σε μια δίκη που έχει πιλοτικό χαρακτήρα καθώς η απόφαση θα αφορά το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων.
Η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια μετά από αίτηση της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., η οποία έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ δημοσίου υπαλλήλου που προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας ετών 2023 και 2024, λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους στο ύψος που προβλέπονταν από τον ν. 3205/2003. Ο εισηγητής της υπόθεσης σύμβουλος Επικρατείας, Ιωάννης Μιχαλακόπουλος ανέλυσε διεξοδικά όλα τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν δίνοντας έμφαση στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ) και την οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ενσωματώθηκε, με νόμο, στο δίκαιο της χώρας μας, χωρίς όμως να συμπεριλάβει τα δώρα και τα επιδόματα για τους δημοσίους υπαλλήλους σε αντίθεση με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ εξέφρασε τη θέση πως, πλέον, δεν συντρέχουν οι οικονομικές συγκυρίες του 2012 οπότε και καταργήθηκαν τα επιδόματα τα οποία νομοθετήθηκαν το 1951. Η δικηγόρος έκανε λόγο για παράλειψη της Πολιτείας, τη στιγμή που υπάρχουν διαθέσιμα δημοσιονομικά πλεονάσματα, σημειώνοντας πως τα επιδόματα πρέπει να επανέλθουν προκειμένου οι δημόσιοι υπάλληλοι να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Επιπλέον, τόνισε πως η μη επαναφορά είναι αντισυνταγματική και παραβιάζει την Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ο ενάγων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, καθώς και σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου (Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Οδηγία 2022/2041/ΕΕ). Υποστηρίζει ακόμα ότι θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να του καταβληθούν ευθέως τα ζητούμενα ποσά, μέσω της επέκτασης και στον ίδιο διατάξεων του ατομικού εργατικού δικαίου, λόγω της επιβαλλόμενης εκ της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, αναφορικά με τη διασφάλιση επαρκούς κατωτάτου μισθού ο οποίος να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Οι συνήγοροι του Δημοσίου, από την πλευρά τους διατύπωσαν το ερώτημα αν είναι αρμόδιο το ΣτΕ να κρίνει εάν μπορεί να ακυρώσει την άρνηση της Πολιτείας υποκαθιστώντας επί της ουσίας το νομοθέτη. «Το δικαστήριο γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει το νομοθέτη. Οφείλει όμως, να απαντήσει σε νομικές αιτιάσεις» ήταν το σχόλιο του προέδρου του ΣτΕ Μιχ. Πικραμένου. Σύμφωνα με το Δημόσιο η μη επαναφορά των δώρων δεν παραβιάζει συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ενώ σημειώνει ότι σε αντίθετη περίπτωση θα έχει «μόνιμο ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 1,37 δισ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές και συνολικώς 1,55 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών».
Το Δημόσιο υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι διέπονται ως προς τις απολαβές τους από ειδικά νομοθετήματα, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης υπηρεσιακής τους κατάστασης (άρθρο 103 του Συντάγματος), αποτελώντας διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η μη επαναφορά των παροχών αυτών είναι θεμιτή και απολύτως δικαιολογημένη, εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον και εντάσσεται στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που έχει χαράξει ο νομοθέτης με βάση τη δημοσιονομική κατάσταση και τις επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Χώρας.