«Η στάση της Ελλάδας, από την πρώτη στιγμή χαιρετίζει την Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την θέσπιση ενός επαρκούς κατώτερου μισθού στην ΕΕ» ανέφερε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης κατά την κοινή ενημέρωση των Επιτροπών Ευρωπαϊκών και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής.

Ο υπουργός Εργασίας υπογράμμισε πως η Ελλάδα είναι ένα «κράτος- μέλος, που με όσα ισχύουν στον καθορισμό του κατώτερου μισθού, δεν έχουν μεγάλη απόσταση από αυτά που προτείνονται στην Πρόταση της Οδηγίας». Τόνισε πως είμαστε από τα κράτη- μέλη που υποστηρίζουμε την Πρόταση της Οδηγίας, όμως υπάρχουν 9 χώρες (Δανία, Αυστρία, Σουηδία, όπως και κάποιες χώρες από την Ανατολική Ευρώπη) που διαφωνούν επί της Αρχής και ασκούν πιέσεις για να μην θεσπιστεί ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο διαμόρφωσης του κατώτερου μισθού. «Αμφισβητούν έντονα την αρμοδιότητα αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπή και ζητούν αντί για Οδηγία, που θα έχει για τα κράτη- μέλη δεσμευτικό νομικό χαρακτήρα να υπάρξει απλά η έκδοση μιας Σύστασης» ανέφερε επισημαίνοντας πως ωστόσο η νομική υπηρεσία της ΕΕ «έδωσε το “πράσινο” φως για την έκδοση Οδηγίας» και η Πορτογαλική Προεδρία έχει επιταχύνει την διαδικασία.

Ο κ. Κ. Χατζηδάκης ανέφερε πως «αυτό που μας απασχολεί και θέλουμε -μαζί με την Κύπρο, την Μάλτα και την Ιταλία- να πετύχουμε είναι η εξαίρεση της ναυτικής εργασίας από αυτό το πλαίσιο της Πρότασης», σημειώνοντας πως μέχρι τώρα οι ναυτικοί εξαιρούνται λόγω της ιδιομορφίας της εργασίας τους και της παγκοσμιοποίησης της ναυτιλίας. «Βρισκόμαστε σε συνεννόηση για αυτό το θέμα, όπως επίσης βλέπουμε και κάποιες τεχνικές παραμέτρους και κριτήρια που τίθενται» προσέθεσε.

Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εξήγησε ότι ο στόχος της Πρότασης της Οδηγίας είναι «να δημιουργήσει ένα πλαίσιο κριτηρίων, μέσα από το οποίο το κάθε κράτος- μέλος θα διαμορφώνει το επίπεδο του κατώτερου μισθού του, ο οποίος θα εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης». Δηλαδή «δεν θα προταθεί ένας ευρωπαϊκός ονομαστικός κατώτερος μισθός για όλα τα κράτη- μέλη» αλλά αυτός θα διαμορφώνεται για κάθε χώρα μέσα από μια σειρά κριτηρίων. Το κάθε κράτος θα είναι ελεύθερο να θεσπίσει την βαρύτητα των κριτηρίων που θα χρησιμοποιήσει, αλλά θα πρέπει να λαμβάνει κατ’ ελάχιστον υπόψη του τα εξής: Την αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών σε κάθε χώρα. Το γενικό επίπεδο των ακαθάριστων μισθών και την κατανομή τους. Τον αριθμό αύξησης των ακαθάριστων μισθών συνολικά σε κάθε οικονομία. Τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας Παράλληλα, πέρα από την θέσπιση των εθνικών κριτηρίων, η Πρόταση προβλέπει: Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Τακτική επικαιροποίηση του ύψους των κατώτατων μισθών. Ενεργή συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό των νόμιμων κατώτερων μισθών. Κυρώσεις για τους εργοδότες σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης τους, σε συνδυασμό με δικαίωμα επανόρθωσης και προστασίας από δυσμενή μεταχείριση για τους εργαζομένους. Ετήσια υποβολή εκθέσεων από τα κράτη- μέλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στοιχεία από την παρακολούθηση της κάλυψης του κατώτερου μισθού και της επάρκειάς του.

Σχετικά με τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει στην Ελλάδα η υιοθέτηση αυτής της Πρότασης Οδηγίας, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είπε πως αυτή έχει πολλά κοινά σημεία με το σύστημα ορισμού του κατώτερου μισθού που ισχύει σήμερα στη χώρα μας. «Και αυτό είναι λογικό καθώς ο τρόπος καθορισμού είχε συζητηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2013 και έχουμε υιοθετήσει στα κριτήρια στοιχεία όπως: η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ο ρυθμός ανάπτυξης, η παραγωγικότητα, το ύψος των τιμών, η ανταγωνιστικότητα, οι δείκτες απασχόλησης και ανεργία, τα εισοδήματα κ.λπ., και συνεπώς θα λέγαμε ότι σε σχέση με το δικό μας σύστημα, λίγα πράγματα επηρεάζονται ως προς την διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού», σημείωσε. Αναφορικά με την κοινοποίηση των στοιχείων στην ΕΕ, ο υπουργός είπε ότι επειδή η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες που έχουν ένα σύστημα όπως είναι η ΕΡΓΑΝΗ και η οποία προσφέρει μια “αξονική τομογραφία” του συστήματός μας αυτή η συλλογή είναι εύκολη.

Απαντώντας σε σχόλια και παρατηρήσεις βουλευτών και ευρωβουλευτών, ο υπουργός Εργασίας ανακοίνωσε πως ξεκινάει άμεσα ο διάλογος των κοινωνικών εταίρων για την διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, με στόχο το καλοκαίρι να έχει ολοκληρωθεί και το φθινόπωρο η κυβέρνηση να προχωρήσει στον ανασχηματισμό του κατώτερου μισθού. Θέλουμε, είπε ο κ. Κ. Χατζηδάκης, κάθε καλοκαίρι να ολοκληρώνονται οι διαβουλεύσεις για την κάθε επόμενη χρονιά.

Ο υπουργός Εργασίας ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως η κυβέρνηση σύντομα θα φέρει στην Βουλή για Κύρωση και την 131 Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.

Κόντρα με την αντιπολίτευση

Απαντώντας σε επικρίσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης σχετικά με τις καθυστερήσεις στην απονομή συντάξεων και τα μέτρα που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, ξεκαθάρισε πως η προσωρινή σύνταξη στο ύψος της εθνικής σύνταξης θα αποδίδεται, ενώ έψεξε την αξιωματική αντιπολίτευση για «ιδεοληψία» που αντέδρασε στην απόφαση να υπάρξει πιστοποίηση ιδιωτών νομικών και λογιστών με στόχο την ταχύτερη έκδοση των συντάξεων. «Η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που έχει στη διάθεση της για την εξυπηρέτηση των συνταξιούχων», είπε ο κ. Χατζηδάκης, και κάλεσε τα κόμματα όταν έρθει αυτή η διάταξη στη Βουλή να τοποθετηθούν θετικά.

«Τώρα που, λόγω των εμβολιασμών, φαίνεται ένα φως στο τούνελ της κρίσης, η κυβέρνηση αποφάσισε να μην δώσει νέα παράταση, αλλά να ξεκινήσει η διαδικασία με βάση τις προβλέψεις του νόμου του 2013, που ψήφισε η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ και διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης. Θα γίνει, όπως προβλέπεται από το νόμο, διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, θα ληφθούν υπ’ όψιν οι απόψεις της ΤτΕ και του ΚΕΠΕ, καθώς και τα όσα έχουν μεσολαβήσει την τελευταία διετία. Η διαδικασία θα ξεκινήσει άμεσα και, μέχρι το καλοκαίρι, θα έχει ολοκληρωθεί», ανέφερε ο υπουργός.

Σημείωσε δε ότι, καθώς ολοκληρώνεται ένας κύκλος με την πανδημία και ανοίγει ένας άλλος για πιο θετικές εξελίξεις, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, για να κλείσει η εκκρεμότητα σε σχέση με τον κατώτατο μισθό και οι επόμενες αναπροσαρμογές να γίνουν σε πολύ πιο θετικό έδαφος για την οικονομία και τους εργαζόμενους.

Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο κ. Χατζηδάκης, οι σχετικές διαδικασίες θα ξεκινούν πλέον κάθε άνοιξη και θα ολοκληρώνονται κάθε καλοκαίρι. Επομένως, η πρώτη σχετική απόφαση θα ληφθεί το καλοκαίρι του 2021, η επόμενη το καλοκαίρι του 2022, κ.ο.κ.

«Θέλω να πω στους εργαζόμενους ότι η κυβέρνηση αυτή είναι ο βασικός τους σύμμαχος, γιατί μπορεί να φέρει επενδύσεις, να δημιουργήσει νέες δουλειές και να ωθήσει την ανάπτυξη. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις, μετά την υπέρβαση της κρίσης, ώστε η οικονομία να προχωρήσει δυναμικά από το καλοκαίρι και μετά», τόνισε ο κ. Χατζηδάκης.

Υπενθύμισε δε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είχε επί 4,5 χρόνια τη δυνατότητα να εκπληρώσει την προεκλογική του υπόσχεση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 752 ευρώ, δεν το έκανε και αντ’ αυτού προχώρησε προεκλογικά το 2019 σε αύξηση στα 650 ευρώ. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε διπλή μείωση των μισθών, με τη μείωση του αφορολόγητου και την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία έχει προχωρήσει σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών σχεδόν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες. Γνωρίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει διαζύγιο με την αλήθεια, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Στην τοποθέτησή του σχετικά με την πρόταση Οδηγίας για τον προσδιορισμό επαρκών κατώτατων μισθών στις χώρες-μέλη της ΕΕ, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανέφερε ότι έχει πολλά κοινά σημεία με το σύστημα ορισμού του κατώτατου μισθού που ισχύει ήδη σήμερα στη χώρα μας.

«Συνεπώς», πρόσθεσε, «λίγα πράγματα θα αλλάξουν στην πράξη με την υιοθέτησή της, καθώς αυτά που λέει η Οδηγία εμείς τα κάνουμε ήδη. Όμως, η φιλοδοξία μας δεν σταματά στη διασφάλιση επαρκών κατώτατων μισθών. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αυξάνονται οι θέσεις εργασίας στις οποίες η ίδια η αγορά δίνει αμοιβές πολύ πάνω από τον κατώτατο μισθό. Να δούμε τον κατώτατο μισθό, αλλά πρέπει πέρα από αυτό να δούμε την πολιτική απασχόλησης που θα οδηγήσει σε νέες και καλύτερες δουλειές. Για να συμβεί αυτό, απαιτούνται επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, στροφή σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ανάπτυξη σύγχρονων δεξιοτήτων. Ως υπουργείο έχουμε θέσει αυτούς τους στόχους στον πυρήνα του στρατηγικού σχεδιασμού μας για τις πολιτικές απασχόλησης στη μετά covid εποχή», υπογράμμισε ο υπουργός.

Ο κ. Χατζηδάκης διευκρίνισε ότι η πρόταση Οδηγίας δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του επιπέδου των κατώτατων μισθών στην ΕΕ, αλλά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου το οποίο να διασφαλίζει την πρόσβαση των εργαζομένων σε αξιοπρεπείς μισθούς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ, τα 6 (Σκανδιναβικές χώρες, Αυστρία, Ιταλία και Κύπρος) δεν έχουν κατώτατο μισθό και από τα υπόλοιπα 21, οι 10 έχουν υψηλότερο κατώτατο μισθό από την Ελλάδα και άλλες 10 χαμηλότερο.

Προβλέψεις της πρότασης Οδηγίας, που ήδη εφαρμόζονται στη χώρα μας, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

«- Τη διασύνδεση του ύψους του κατώτατου μισθού με μια σειρά κριτηρίων, όπως ανάπτυξη, παραγωγικότητα, τιμές, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση, ανεργία, εισοδήματα, μισθοί.

  • Την απαίτηση για τακτική επικαιροποίηση του κατώτατου μισθού, η οποία στη χώρα μας υπό κανονικές συνθήκες γίνεται σε ετήσια βάση.
  • Την πρόβλεψη για ευρεία δομημένη διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης.

Νέο στοιχείο αποτελεί η υποχρέωση συλλογής και αποστολής δεδομένων για τον κατώτατο μισθό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή». Στον τομέα αυτό, όπως τόνισε ο υπουργός, η χώρα μας με το σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από την πλειοψηφία των εταίρων και μπορεί να καλύψει τις απαιτήσεις της πρότασης.

Ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε ακόμη ότι η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή χαιρέτισε τους σκοπούς της Οδηγίας. «Η κυβέρνηση και το υπουργείο αναγνωρίζουν απόλυτα το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο κατώτατος μισθός στην προστασία του βιοτικού επιπέδου των ευάλωτων εργαζομένων, χωρίς να αγνοείται βέβαια ο αντίκτυπός του στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη», τόνισε.